Σε πρώτη φάση τον περιέλαβε ο φιλοκυβερνητικός Τύπος. Εσπευσε να τον ειρωνευτεί για τη ρόδα που δεν γύριζε, προτείνοντάς του να τη στολίσει με λαμπιόνια και τα συναφή. Επειτα πήραν σειρά τα τηλεπαράθυρα και τα πρωτοσέλιδα. Μετά την εντολή για αποσυναρμολόγηση, η κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ τον έκανε πρώτο θέμα κατηγορώντας τον για απευθείας αναθέσεις έργων. Η βαλκανική εκδοχή του London Eye ήταν όντως φιάσκο για τον Γιώργο Καμίνη. Και όχι μόνο γιατί ακόμη κι από ψηλά η Αθήνα δεν θυμίζει πια μητρόπολη.
Ωστόσο, αν διαβάσει κανείς πιο προσεκτικά τα «κατηγορώ» εναντίον του ίσως υποψιαστεί μια βαθύτερη αιτία για αυτές τις επιθέσεις. Ποια; Πλασάρεται από πολλούς κεντρώους ως αρχηγική προσωπικότητα που θα μπορούσε να επανασυσπειρώσει τον χώρο που άλωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Εύλογη υπόθεση με βάση τις εκλογικές επιτυχίες του παρελθόντος.
Πρώτα του 2010, όταν ο «άπαρτος» δεξιός δήμος άλλαζε χρώμα ύστερα από 24 χρόνια. Το αντιμνημονιακό κύμα είχε αρχίσει ήδη να φουσκώνει. Κι όμως κόντρα στο ρεύμα, ο καθηγητής που «δεν θα ήξερε καν να μαζέψει τα σκουπίδια» και ήταν ανεκπαίδευτος στο εκλογικό παιχνίδι, κατόρθωσε να συγκεντρώσει 51,95%, ανατρέποντας μάλιστα το προβάδισμα που είχε ο Νικήτας Κακλαμάνης την πρώτη Κυριακή.
Κι έπειτα την ίσως σημαντικότερη δεύτερη νίκη του, το 2014. Η επικράτησή του, μαζί με του Γιάννη Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, τότε είχε ερμηνευτεί και ως –λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε –ένδειξη ότι το αντισυστημικό κύμα θα μπορούσε να ανακοπεί. Η δεύτερη υπερερμηνεία εκείνης της εκλογής ήταν ότι η συμμαχία που είχε δώσει στον Καμίνη τη νίκη (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι και λοιπές κεντροαριστερές δυνάμεις) θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για την ενοποίηση του προοδευτικού, φιλευρωπαϊκού Κέντρου.
Οι συμβολισμοί έμειναν τελικά συμβολισμοί. Οι άνθρωποί του, που ποτέ δεν επιβεβαίωσαν το ενδιαφέρον του για την κεντρική πολιτική σκηνή, τονίζουν ότι ανεξάρτητα από την υψηλή πολιτική, έχει να παρουσιάσει και έργο στον δήμο. Αναφέρονται στην οικονομική εξυγίανση, στην ενεργοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών και στη συμβολή του δήμου για την αντιμετώπιση του Προσφυγικού. Η τελευταία τού χάρισε και την υποψηφιότητα για το βραβείο Δήμαρχος του Κόσμου 2016.
Η πιο ηχηρή έξοδός του από το δημαρχείο στη σκηνή ήταν η κάθοδος στην πλατεία τού Ναι στο δημοψήφισμα. Τότε μόνο έδειξε τη φιλοδοξία να εκφράσει ένα ευρύτερο πολιτικό αίτημα, με τρόπο που, όπως έλεγαν οι υποστηρικτές του, δεν θα μπορούσαν να εκφράσουν τα «σημαδεμένα» πρόσωπα του παλαιού πολιτικού συστήματος. Η ήττα τού Ναι σήμανε και την επιστροφή του στη ρουτίνα του δήμου, καθιστώντας την εμπλοκή του στην καμπάνια του δημοψηφίσματος παρένθεση.
Αρκετά δελτία Τύπου του δήμου αποτυπώνουν τα επιτεύγματα της θητείας του με νούμερα –όταν δεν περιγράφονται με ελαφρώς πανηγυρικό ύφος η στάση του απέναντι στη Χρυσή Αυγή και η συμβολή του στο να καθήσει στο εδώλιο ο χρυσαυγίτης Καιάδας. Ακόμη κι αν πιστέψει κανείς όλους αυτούς τους αριθμούς ή τη σημασία των κινήσεών του για τη δημοκρατία, εκείνος στη δεύτερη θητεία του μοιάζει να βιώνει αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «αμηχανία της επιτυχίας». Σε πιο ωμή διατύπωση, ό,τι σημαντικό πέτυχε, το πέτυχε κυρίως στην πρώτη του θητεία.
Οι θετικά διακείμενοι απέναντί του συνηθίζουν να συγκρίνουν τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντα του με το στυλ Σημίτη. Το σκεπτικό πίσω από τη σύγκριση είναι ότι αν και αναγνωρίζουν πως στερείται γοητείας –πως δεν μπορεί, δηλαδή, να μιλήσει τη γλώσσα των μεγάλων ακροατηρίων –προτιμούν έναν πολιτικό με μπλοκάκι. Κάποιον που κάνει τη δουλειά. Θεμιτή προτίμηση στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ωστόσο, όποιος έχει εμπειρία από τις διοικητικές υπηρεσίες του δήμου –όπως το χαοτικό Ληξιαρχείο στο δημαρχιακό μέγαρο της Κοτζιά –συνειδητοποιεί ότι ο εκσυγχρονισμός υπάρχει μόνο στις προθέσεις.
Οι προσδοκίες μιας κεντροαριστερής ελίτ για τον δήμαρχο αποδείχθηκαν μάλλον υπερβολικές. Εκείνος φαίνεται ότι τις καλλιέργησε, φιγουράροντας στις πρώτες σειρές κομματικών και μη κομματικών εκδηλώσεων και ζυμώσεων του χώρου. Τις καλλιέργησε και έσπευσε ο ίδιος να τις διαψεύσει πριν από τα Χριστούγεννα, ανακοινώνοντας την επιλογή του να διεκδικήσει μια τρίτη θητεία στον δήμο.
Για πολλούς στην Κεντροαριστερά, ιδίως για τους παλαιμάχους του ΠΑΣΟΚ που ποτέ δεν ένιωσαν οικεία μαζί του, ο Καμίνης δεν είχε το μέταλλο για πολιτικό ρόλο εκτός της Αυτοδιοίκησης. Η ανακοίνωση της πρόθεσής του να παραμείνει στον δήμο επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση. Επειτα από έξι χρόνια στο προσκήνιο, άλλωστε, το πολιτικό του οπλοστάσιο μοιάζει να μην έχει εμπλουτιστεί. Θυμίζει ακόμη τον άπειρο στα τηλεπαράθυρα Συνήγορο του Πολίτη της προεκλογικής εκστρατείας του 2010.
Αρκεί κανείς να δει τους χειρισμούς στην περιπέτεια της ρόδας. Χρειάστηκε τόση κατακραυγή και τόσος χρόνος για να εκδοθεί μια ανακοίνωση από τον δήμο, με την οποία αναγνώριζε –έστω και με τη διατύπωση «στο μερίδιο που μας αναλογεί ζητάμε συγγνώμη για την αναστάτωση που προκλήθηκε» –ότι έκανε λάθος. Αφού πρώτα είχε προσπαθήσει να μεταθέσει την ευθύνη στην εταιρεία και στους άλλους παράγοντες του δήμου. Η ρόδα, έλεγαν όλες αυτές τις ημέρες οι υποστηρικτές του, είναι πολύ λίγη για να αμαυρώσει το προφίλ του δημάρχου. Καμιά φορά, όμως, και τα ελαφρά είναι ενδεικτικά.