Στο βιβλίο της με το οποίο διηγείται τα έργα και τις ημέρες της ως οικονομική υπουργός, η Νάντια Βαλαβάνη αφιερώνει πολλές σελίδες στην αβάσιμη, όπως αποδείχθηκε, καταγγελία ότι η μητέρα της είχε αποσύρει τις καταθέσεις της από την τράπεζα λίγες ημέρες πριν από τα capital controls, έπειτα από υπόδειξη της ίδιας της κόρης της. Στις πολλές σελίδες, πάντως (όπως και στις συνεντεύξεις της), δεν απαντά στο εξής πολιτικό και καθόλου προσωπικό ερώτημα: Τι έκανε ένα τόσο οικείο της πρόσωπο να τρέξει σε αυτήν την ηλικία στην τράπεζα και να σηκώσει όλα του τα χρήματα; Μα φυσικά ο φόβος ότι θα τα χάσει.
Είναι ο ίδιος φόβος που μπορεί να οδηγήσει στην ασφαλή αγκαλιά ενός ξένου τραπεζικού συστήματος –του γαλλικού, του βελγικού ή του βουλγαρικού. Είναι ο ίδιος φόβος που κάνει πολλούς υπουργούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, πρώην και νυν, να μην επαναπατρίζουν τα δικά τους χρήματα από τις ξένες τράπεζες. Για να αποδειχθεί ότι οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις, οι θούριοι και οι επικές διακηρύξεις ανεξαρτησίας από τον ζυγό των δανειστών, οι διαβεβαιώσεις ότι υπάρχει ένας δρόμος διαφορετικός, κάπως δύσβατος στην αρχή που σύντομα όμως θα γίνει ασφαλτοστρωμένη λεωφόρος, έχουν ένα πολύ σαφές όριο: μια (καθόλου αδειανή) τσέπη.
Οι γεμάτες τσέπες επιτείνουν τον φόβο του ατυχήματος –ανθρώπινα πράγματα. Ολα τα άλλα, όμως, είναι πολιτικά. Κι αυτό το πολιτικό πλαίσιο πατάει πάνω στο νέο και πανίσχυρο ιδεολογικό δόγμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή μάλλον το δόγμα εκείνου του κομματιού που ορίζεται πλέον ως «χρυσό κλαμπ της Αριστεράς»: καλός τραπεζίτης είναι ο ξένος τραπεζίτης.