Κάθε χρόνο, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο τούρκος αρθρογράφος Μουσταφά Ακιόλ κάνει έναν γραπτό απολογισμό. Πριν ξεκινήσει τον τελευταίο, συμβουλεύτηκε τα αρχεία του και είδε τι είχε γράψει τις τελευταίες ημέρες του 2014 και του 2015: «Μία φριχτή χρονιά για την Τουρκία»∙ «Ακόμα μία φριχτή χρονιά για την Τουρκία». Και εντούτοις, πιάνοντας να γράφει τον απολογισμό του 2016, αισθάνθηκε νοσταλγία για εκείνες τις μέρες, αφού το 2016 επισκίασε οποιοδήποτε άλλο «annus horribilis» είχε δει στη ζωή του: θα μπορούσε άνετα να το ονομάσει «η χειρότερη χρονιά που έχω δει ποτέ», έγραψε στη «Χουριέτ».

Οι υποστηρικτές της τουρκικής κυβέρνησης, σημείωσε ο Ακιόλ, ενδεχομένως να εκπλαγούν ή και να θυμώσουν με αυτή την εκτίμηση. Το 2016 υπήρξε στην πραγματικότητα σπουδαίο, μπορεί να διαμαρτυρηθούν, αφού ήταν ένας θρίαμβος της «εθνικής βούλησης» επί μιας αιματηρής απόπειρας πραξικοπήματος, διαφόρων τρομοκρατικών επιθέσεων και ατελείωτων συνωμοσιών. Δεν διαφωνεί εντελώς: ήταν πράγματι σπουδαίο που η Τουρκία απέτρεψε μία βάναυση απόπειρα πραξικοπήματος τη νύχτα της 15ης Ιουλίου. Οι απλοί άνθρωποι έγραψαν πράγματι μια ιστορία ηρωισμού αντιστεκόμενοι με τα κορμιά τους στα τανκς και τα όπλα. Κάποιοι από αυτούς έγιναν πράγματι «μάρτυρες» που η Τουρκία πρέπει να τιμά εσαεί.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ. Την ίδια ώρα, ωστόσο, ο Μουσταφά θα προτιμούσε να μην είχε γίνει κανείς «μάρτυρας». Διότι η ζωή είναι πάντα προτιμότερη από τον θάνατο. Θα προτιμούσε επίσης να μην είχε φτάσει η Τουρκία στο χείλος μιας τέτοιας καταστροφής στα χέρια του μυστικού δικτύου των γκιουλενιστών εντός του κράτους και όποιου άλλου συμμάχησε μαζί του. Θα προτιμούσε να μην είχε γίνει η Τουρκία εξαρχής «ένα σκοτεινό στενό γεμάτο φιλόδοξα φαντάσματα».

Επιπλέον, σημειώνει, το αποτυχημένο πραξικόπημα σήμανε την αρχή μιας βάναυσα απολυταρχικής εποχής στην Τουρκία. «Ηταν, πράγματι, θεμιτό να κηρύξει η κυβέρνηση κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να κυνηγήσει τους πραξικοπηματίες. Αλλά οι “πραξικοπηματίες” εξελίχθηκαν γρήγορα σε μία τεράστια κατηγορία ανθρώπων, καθότι 60.000 άνθρωποι βρέθηκαν στη φυλακή» – ανάμεσά τους αφελή μέλη ή συμπαθούντες του δικτύου του Φετουλάχ Γκιουλέν, οι οποίοι πιθανότατα αγνοούσαν την πιο σκοτεινή πλευρά του, χαμηλόβαθμοι στρατιώτες που δεν είχαν εκείνη τη νύχτα άλλη επιλογή παρά να υπακούσουν στους αξιωματικούς τους αλλά και εκατοντάδες δημοσιογράφοι, συγγραφείς ή ακαδημαϊκοί που βρέθηκαν να θεωρούνται ύποπτοι πραξικοπηματίες απλώς και μόνον επειδή είναι επικριτές της κυβέρνησης.

ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ. Στο μεταξύ, η τρομοκρατία εκτοξεύτηκε. Τόσο το ISIS όσο και το PKK άρχισαν να χτυπούν τις πόλεις της Τουρκίας. Είχαν εντελώς διαφορετικές ιδεολογίες και φιλοδοξίες, αλλά ήταν εύκολο για μια πολιτική κουλτούρα όπως η τουρκική, που λατρεύει τη συνωμοσιολογία, να τα δει όλα αυτά ως μια συντονισμένη συνωμοσία εναντίον του έθνους. Κάνοντας επίδειξη δύναμης, το τουρκικό κράτος απάντησε στο PKK όχι μόνο μέσω της αντιτρομοκρατίας αλλά επιπλέον, ποινικοποιώντας την «πολιτική πτέρυγά» του. Με άλλα λόγια, επέστρεψε στην πολεμοχαρή διάθεση της «παλιάς Τουρκίας», συνθλίβοντας τις ελπίδες για μια πολιτική λύση. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες χιλιάδες έχασαν την ελευθερία τους. Μία κολοσσιαία ανθρώπινη τραγωδία.

«Και ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο;» έγραφε ο Μουσταφά Ακιόλ στη «Χουριέτ» λίγες ώρες πριν αλλάξει η χρονιά και ζήσει ακόμα ένα τρομοκρατικό χτύπημα η Τουρκία. «Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως όλα αυτά θα αποδειχθούν μια προσωρινή κρίση και όχι το νέο φυσιολογικό».