Αλυτο μυστήριο παραμένει ο «Αμλετ» του Σαίξπηρ παρά τις αναλύσεις και τις ερμηνείες ειδικών και μη, παρά τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί και θα γραφτούν στο μέλλον. Αλυτο αλλά γοητευτικό αυτό το μυστήριο, με το οποίο θέλησε να αναμετρηθεί ο Γιάννης Κακλέας στην παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Αυτός ο ευγενής πρίγκιπας από τη Δανία, ο ιδεαλιστής, ο προικισμένος με μόρφωση, γνώση και χάρες, ο διαποτισμένος από το πνεύμα της Αναγέννησης, οδηγείται μέσα από τον κορυφαίο δραματουργό, βήμα βήμα, σκηνή σκηνή, στην άρνηση: στην άρνηση της ζωής αλλά και του θανάτου του, στην άρνηση των πάντων.
«Ενα μόνο δεν αρνιέται (…) την ανθρωπιά. Και είσαι άνθρωπος όταν ξέρεις τα όρια του ανθρώπου. Λίγο πριν από το τέλος του ο Αμλετ συνειδητοποιεί πως “το να ‘σαι έτοιμος είναι το παν”» έγραφε σχετικά ο Μάριος Πλωρίτης (από το πρόγραμμα της παράστασης του Δ.Θ. Πειραιά).
Εχοντας στα χέρια του ένα βασικό, καθοριστικό εργαλείο, την καθαρή και ποιητική μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ο σκηνοθέτης έστησε την παράσταση γύρω από τον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Αμλετ. Και πολύ καλά έκανε. Οπως λέει ο Πίτερ Μπρουκ, «ο “Αμλετ” αφορά τον Αμλετ. Οπότε το σημαντικό στοιχείο είναι ο ηθοποιός που θα παίξει τον Αμλετ. Να βλέπει ο κόσμος έναν σύγχρονο άνδρα να χρησιμοποιεί τη σαιξπηρική γλώσσα, η οποία δεν είναι γλώσσα του σήμερα, σαν να είναι η γλώσσα των σκέψεών του, δηλαδή σαν να σκέφτεται και να βρίσκει τις μοναδικές λέξεις που ανταποκρίνονται εκείνη τη στιγμή στην εμπειρία του».
Ο ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Ο Γιάννης Κακλέας εμπιστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη: ο 34χρονος ηθοποιός από τη Θεσσαλονίκη, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, έχει ήδη δώσει το στίγμα του –ήταν ο εξαιρετικός Dr Frank στο «Rocky Horror Picture Show» που ανέβασε, προ διετίας, (πάλι) ο Κακλέας στο Rex. Με δοκιμασμένη τη συνεργασία τους, ο Αμλετ του Ασπιώτη αποδείχθηκε ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα της επιτυχημένης πορείας του ηθοποιού, μια γενναία αναμέτρηση με τον ήρωα. Κέρδισε το στοίχημα του ρόλου –από τους δυσκολότερους στο παγκόσμιο δραματολόγιο, γιατί άκουσε το κείμενο, σεβάστηκε το θεατρικό του μέγεθος και δεν προσπάθησε να το φέρει στις διαστάσεις του. Αντιθέτως βημάτισε εκείνος προς τον ρόλο, προς τον Αμλετ, κι έτσι κατάφερε να τον συναντήσει. Χωρίς υπερβολές, αλλά με εσωτερική δουλειά, ο Ασπιώτης, βοηθούμενος και από τη σκηνική του όψη, έπλασε τον σαιξπηρικό ήρωα κατά τα πρότυπα του Μπρουκ. Ο Κακλέας τον θέλησε λίγο ροκ, τόσο που να μην προδίδει τον ήρωα ούτε να επιβάλλεται στο κείμενο.
Γύρω από τον Αμλετ, ένας ολόκληρος κόσμος: η Γερτρούδη της Ελενας Τοπαλίδου, που μοιάζει να παγιδεύτηκε στις επιλογές του σκηνοθέτη, και η Οφηλία της Ευγενίας Δημητροπούλου, που δεν μπόρεσε να ενσωματώσει το τραγικό μέγεθος της ηρωίδας της, παρά τις εμφανείς προσπάθειές της.
Ενδιαφέρουσα η σκηνή με το φάντασμα του πατρός όπου με μια κίνηση σχεδόν χορογραφημένη ο Ιερώνυμος Καλετσάνος υποδύεται τον νεκρό βασιλιά. Οι Ρόζενκραντς και Γκίλντενστερν, το σαιξπηρικό δίδυμο που στη συνέχεια παίζει και τους νεκροθάφτες, δηλαδή ο Θανάσης Δήμου και ο Τζεφ Μαράουι, σκιαγράφησαν περισσότερο κωμικά και λιγότερα δραματικά τα ντουέτα του έργου, στερώντας από τις ερμηνείες τους την απαιτούμενη ισορροπία. Σωστός αλλά άτονος ο Οράτιος του Γιάννη Τσεμπερλίδη.
Τέλος, το επιβλητικό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη λειτούργησε καθοριστικά στις μεγάλες σκηνές του έργου –με ερωτηματικά για τα επιμέρους σκηνογραφικά στοιχεία.