Θα ‘λεγε κανείς πως κάνουμε όλοι μας ό,τι είναι δυνατόν για να μεταβάλλουμε την πόλη σε ακόμη πιο ασφυχτική από ό,τι είναι, σε σχέση με κάθε τι που προϋποθέτει μια στοιχειώδη ευαισθησία, για να αποφευχθεί το ηθικό, κοινωνικό και πνευματικό αδιέξοδο το οποίο έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια. Σε ιδιαιτέρως αγαστή συνεργασία ιδιώτες και κράτος ταυτόχρονα, ώστε ακόμη κι αν θα μπορούσε να υπάρξει μια ανάσα στους δημόσιους χώρους, ν’ αποχαιρετήσουμε κάθε προοπτική της. Με την πόλη να μεταβάλλεται σε θάλαμο αερίων, που, αν και δεν σε πνίγουν άμεσα, σε δηλητηριάζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείς το τερατώδες κάτι το σύνηθες. Επιπλέον να αισθάνεσαι υποχρέωση να επαναλάβεις με μαθηματική ακρίβεια τις συνέπειες της δηλητηριώδους ατμόσφαιρας που έχεις εισπνεύσει, αν και έχεις υπάρξει θύμα της. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η ύπαρξη μιας χειρόγραφης πινακίδας σε είσοδο καταστήματος που διατηρούν δύο Κονγκολέζοι σε κεντρικό δρόμο των Εξαρχείων, γραμμένη σε πεντακάθαρα ελληνικά –όπως άλλωστε τα μιλούν και οι ίδιοι οι Κονγκολέζοι –με σαφώς αστυνομική χροιά: «Απαγορεύονται μέσα στο κατάστημα τα σκυλιά». Αποκλείεται οι δύο Κονγκολέζοι καθώς και όλοι οι συμπατριώτες τους που έχουν μετοικίσει ή ταξιδεύουν να μην έχουν αισθανθεί το ρήμα «απαγορεύεται» να τους μεταβάλλει τη ζωή σε βραχνά ή έστω καίρια να τους προσβάλλει.
Οταν όμως χρειάστηκε οι ίδιοι να «προστατεύσουν» τον χώρο τους, αντί να χρησιμοποιήσουν μια πιο σύμφωνη με τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο λέξη, όπως για παράδειγμα το «δεν επιτρέπεται», τους στάθηκε βολικότερο ένα ρήμα ταυτισμένο με όλες τις εξουσίες, μικρές και μεγάλες, όπως το ρήμα «απαγορεύεται». Μοιάζει σχεδόν νομοτελειακό το να θέλεις να αναπαράγεις, και μάλιστα σε επιδεινωμένη μορφή, τους φόβους και τις ταπεινώσεις που σου έχει προκαλέσει μια κρατική εξουσία, και όταν εκ των πραγμάτων σού αποκλείεται το ευρύ κοινωνικό πεδίο, δεν θα σου σταθεί εμπόδιο προκειμένου να την ασκήσεις ο περιορισμένος χώρος ενός καταστήματος –όπως ακριβώς ισχύει και για τους δύο Κονγκολέζους.
Κι αν τους δύο τελευταίους θα μπορούσε να τους αθωώσει κανείς –δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τους λόγους -, γιατί αθωωνόμαστε όλοι οι υπόλοιποι όταν καταδεχόμαστε να διαβάζουμε καθημερινώς, χωρίς να αγανακτούμε στις διαδρομές μας με το μετρό, το «Για τη διαδρομή από και προς το αεροδρόμιο απαιτείται ειδικό εισιτήριο των 10 ευρώ»; Πώς εξοικειώνεται κανείς με το ρήμα «απαιτείται» όταν η χρήση του σε εμφανίζει ως υποψήφιο να καταχραστείς και επομένως να παρανομήσεις; Επιπλέον συντείνει στη μετατροπή της πόλης –φτάνει να συνειδητοποιήσει κανείς τα ρήματα «απαγορεύεται» και «απαιτείται» ως αλληλοσυμπληρούμενα –σε μια κλειστή, πνιγμένη στις αναθυμιάσεις, χοάνη.