Η λέξη «συναίνεση» είναι εδώ και ενάμιση χρόνο –από τον Σεπτέμβριο του 2015 –το πιο σύντομο ανέκδοτο στην ελληνική πολιτική. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναντώνται για να αντιπαρατεθούν –συνήθως δημοσίως στη Βουλή. Η εντύπωση είναι ότι έχουν ατονήσει ακόμη και τα άτυπα διακριτικά κανάλια πολιτικής ενδοσυνεννόησης. Και ότι κυριαρχεί η λογική της σύγκρουσης. Αν και όχι μέχρις εσχάτων. Φάνηκε στο ότι επετεύχθη συγκρότηση του ΕΣΡ –παρότι είχε προηγηθεί αδιέξοδο στο θέμα της αδειοδότησης των καναλιών.
Τότε είχαν γίνει συνεννοήσεις –με πεδίο τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής υπό τον Νίκο Βούτση που συχνά – πυκνά δίνει δείγματα ότι μπορεί να σπάει τις γραμμές. Τώρα –ή μάλλον την προσεχή Δευτέρα –θα δούμε εν σειρά τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης να περνούν το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου. Το επιτάσσει η ανάγκη εθνικής συνεννόησης για το Κυπριακό που, χάρη στην πρόοδο των συζητήσεων Αναστασιάδη – Ακιντζή, έχει περιέλθει σε ευαίσθητη φάση. Στο θέμα αυτό η δυνατότητα σύγκλισης κυβέρνησης και μείζονος αντιπολιτεύσεως είναι ορατή –αν υπάρχουν εν δυνάμει αποκλίσεις, αυτές είναι μάλλον εντός της συμπολιτεύσεως.
Πέραν όμως της ιδιαίτερης –ιστορικής και εθνικής –σημασίας του, το Κυπριακό αποτελεί σοβαρή αφορμή για μια νέα προσέγγιση του Πρωθυπουργού με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Και δίνει την ευκαιρία να δοκιμασθούν εκ νέου οι αντοχές των σχέσεων ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες της πολιτικής σκηνής. Η επιλογή των διαδοχικών τετ α τετ συναντήσεων είναι σωστή. Κάπως έτσι επανέρχεται στο προσκήνιο η αξία της συναίνεσης και υπενθυμίζονται οι δυνατότητες που αυτή προσφέρει στη χώρα –το οποίο είναι και το σημαντικότερο.