Αξίζει να ρίξουμε το βάρος στις ταινίες δύο σκηνοθετών – δημιουργών του αμερικανικού κινηματογράφου, στο πρόσωπο των οποίων συναντιούνται διαφορετικά ρεύματα της έβδομης τέχνης. Ο «παλαιός των ημερών» Μάρτιν Σκορσέζε παρουσιάζει επιτέλους τη μεταφορά του αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Σιωπή» του Σουζάκου Εντου για τις περιπέτειες πορτογάλων ιεραποστόλων στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα. Ο σκορσεζικός ήρωας που υπομένει την προσωπική θυσία συναντιέται έτσι, την ίδια εβδομάδα, με τον «Paterson» του Τζάρμους, έναν ήρωα που ανακαλύπτει τον εαυτό του –και την ποίηση –στους άλλους.
«Paterson»: Γράφει ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς: «Εφαγα τα δαμάσκηνα που ήταν στο ψυγείο / τα οποία πιθανότατα κρατούσες για το πρωινό σου / Συγχώρεσε με, αλλά ήταν πεντανόστιμα / τόσο γλυκά και τόσο παγωμένα». Δεν είναι σενάριο, δεν είναι διήγημα, είναι όμως ένα ποίημα που αρχίζει με μια δράση και μια εικόνα. Μεταφέρει δηλαδή μια οπτική εμπειρία προκειμένου να μας οδηγήσει στο συναίσθημα. Αυτό, κάλλιστα, θα μπορούσε να είναι και ο κινηματογράφος. Αν όχι ο κινηματογράφος γενικά, τουλάχιστον αυτός του Τζιμ Τζάρμους που με το «Paterson» ολοκληρώνει μια ταινία αφιερωμένη στην ποίηση του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς και σε ό,τι προκύπτει από αυτήν.
Είναι μια τόσο ταιριαστή επιλογή. Λίγοι ποιητές ενσωμάτωσαν στην ποίηση τους την καθαρότητα του αμερικανικού πνεύματος που τόσο εκτιμά ο Τζάρμους, επιμένοντας χρόνια τώρα να φιλμάρει μοναδικά την απλότητά του αλλά και τις ιδιοτροπίες του: με το ίδιο δέος που θα στήσει την κάμερα απέναντι στο άγαλμα του Ελβις, στο «Mystery Train», θα τη στήσει και όταν κινηματογραφεί τους σκουπιδοτενεκέδες του Μέμφις. Γιατί και στη φθορά ακόμα του Μέμφις υπάρχει το αποτύπωμα μιας ζωής. Εδώ όμως δεν είμαστε στο Μέμφις αλλά στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ. Και ο Γουίλιαμς που έζησε όλη τη ζωή του εκεί ως παιδίατρος (γιατρός του μικρού Αλεν Γκίνσμπεργκ, σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζάρμους) εμπνεύστηκε σχεδόν όλο το ποιητικό και συγγραφικό του έργο από τους συμπολίτες του, τους οποίους δεν έπαψε να κοιτάζει από μικρή απόσταση, με ευγένεια και μεγάλη τρυφερότητα. Οπως δηλαδή τους κοιτάζει και ο Ανταμ Ντράιβερ, πρωταγωνιστής του υπέροχου αυτού φιλμ.
Ο Γουίλιαμς προσπάθησε επίσης να «φιλετάρει» την αμερικανική ποίηση, αποδεσμεύοντάς την από κάθε ευρωπαϊκή επιρροή: οι στίχοι του δεν είναι δραματικοί και σπανίως οδηγούνται σε κάποια κορύφωση. Ωστόσο, καθένα από τα ποιήματά του εξερευνά ειλικρινώς την ανθρώπινη κατάσταση. Την πανταχού παρούσα στο φιλμ φθορά της καθημερινότητας. Την απογοήτευση του έρωτα. Ξαναρίξτε μια ματιά στο ποίημα με το οποίο αρχίζει αυτό το κείμενο: ξεκινά με μια επιθυμία και κλείνει με μια συγγνώμη, αλλά τελικά μοιάζει να αναφέρεται, περισσότερο απ’ όλα, στην ψυχρότητα μιας γυναίκας που δεν δείχνει να ανταποκρίνεται στον έρωτα του ποιητή. Ο τελευταίος όμως βάζει στην άκρη κάθε λέξη και φράση που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα μελοδραματικό «εφέ». Βλέπετε, για κάποιους, τα συναισθήματα απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα –ιδίως όταν γράφεις γι’ αυτά. Στο «Paterson», λοιπόν, ο χαρακτήρας του Ανταμ Ντράιβερ, ένας οδηγός λεωφορείου με το όνομα Πάτερσον, ζει και εργάζεται στην ομώνυμη πόλη του Νιου Τζέρσεϊ. Κάθε απόγευμα επιστρέφει στο σπίτι όπου τον περιμένει η όμορφη και γλυκιά σύζυγός του που, όσο αυτός λείπει, βάφει τα πάντα σε άσπρο και μαύρο: κουρτίνες, χαρτομάντιλα, φορέματα και αλατιέρες –τόσο ρομαντική είναι η ματιά της απέναντι στον κόσμο που μονάχα σε ασπρόμαυρο μπορεί να τον δει (κανείς ρομαντικός δεν αντέχει τις γκρίζες ζώνες). Κι εκείνος «απαντά» με ποίηση που δεν της διαβάζει ποτέ.
Ενδιαμέσως συναντά πλήθος ποιητών μόνο που, με την εξαίρεση ενός δεκάχρονου κοριτσιού, δεν έχουν επίγνωση της ποιητικής τους φύσης. Γιατί δεν είναι μονάχα ο Πάτερσον που σκαρφίζεται ποιήματα απέριττης κοψιάς. Η ποίηση εδώ μοιάζει να είναι το αόρατο νήμα που ενώνει όλους εκείνους τους ανθρώπους, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ. Και οι πορείες τους δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος της γραμμής: κάθε άνθρωπος μοιάζει να έχει έναν δίδυμο εαυτό, το λεωφορείο της γραμμής θα χαλάσει διακόπτοντας το ταξίδι των επιβατών, ακόμα και ο Πάτερσον σε κάθε επιστροφή του προς το σπίτι αποφεύγει συνεπώς την ίδια πινακίδα («Ends») που στέκεται πεισματικά, αριστερά του κάδρου. Και ο Μασατόσι Μαγκάσε, ο ιάπωνας ποιητής που εμφανίζεται στο τέλος, θα υπενθυμίσει τόσο στον Πάτερσον όσο και σε εμάς πως την ποίηση δεν τη συναντάμε, έτσι απλά, στην «καθημερινότητα» ούτε σε κουρελιασμένα σημειωματάρια –παρά μόνο στους άλλους.
Βαθµοί: 10
«Σιωπή»: Τριάντα χρόνια αναζητούσε χρηματοδότες για τη «Σιωπή» ο Μάρτιν Σκορσέζε, αλλά η εποχιακή συγκυρία της ολοκλήρωσης αυτού του «έργου ζωής» δεν είναι τυχαία. Ο Πάπας Φραγκίσκος, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, είναι ο πρώτος στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας που προέρχεται από το Tάγμα των Ιησουιτών. Στην Ελλάδα, οι πρώτοι εξ αυτών εμφανίστηκαν στα δυτικά καράβια που στάθμευαν στα νησιά μας από το 1560 (ως πνευματικοί των ναυτών), ενώ η πρώτη αποστολή έγινε το 1583 όταν οκτώ Ιησουίτες (πέντε Γάλλοι και τρεις Ιταλοί) εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο θάνατος των τριών από πανούκλα διέκοψε το ιεραποστολικό έργο τους το 1586.
Οι Ιησουίτες όμως προσπάθησαν να «κερδίσουν νέες ψυχές για τον Θεό» σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ενας εκ των συνιδρυτών του τάγματος, ο Φραγκίσκος Ξαβιέ, ευγενής από τη Ναβάρα, βρήκε ένα τέχνασμα για να προσηλυτίσει τους «άπιστους» Ιάπωνες: χρησιμοποίησε τον όρο «Dainichi» (κενός Βούδας) για τον χριστιανικό Θεό προκειμένου να προσαρμόσει την ιδέα του στις τοπικές αντιλήψεις –και έτσι έγινε δεκτός από τους μοναχούς. Η στάση τους γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρική: ο Ξαβιέ άλλαξε αιφνιδιαστικά –και μάλλον αλαζονικά –τον όρο σε «Deusu» (εκ του λατινικού) Deus και εκείνοι αντελήφθησαν αμέσως πως ο τελευταίος ευαγγελιζόταν μια θρησκεία αντίπαλη της δικής τους.
Στο φιλμ που μας απασχολεί, ο πορτογάλος ιεραπόστολος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες (Αντριου Γκάρφιλντ) φτάνει στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα μαζί με τον ιεραπόστολο Γκάρπε (Ανταμ Ντράιβερ) για να εμψυχώσει τους καταπιεζόμενους «προσαρτημένους» Ιάπωνες, αλλά και να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την αποστασία του ιεραπόστολου Φερέιρα (Λίαμ Νίσον), ο οποίος φημολογείται πως πρόδωσε την πίστη του. Και ο Ροντρίγκες όμως θα υποφέρει γι’ αυτήν, αντιμέτωπος με τη σιωπή του Θεού –αν υποθέσουμε δηλαδή πως είναι «πανταχού παρών» όπως δείχνει να πιστεύει ο ίδιος ο Σκορσέζε, που αφιερώνει την ταινία στους αγώνες του τάγματος. Δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει αυτό το τελευταίο. Μεγαλωμένος στις κακόφημες ιταλοαμερικανικές συνοικίες της Νέας Υόρκης (σε αυστηρά ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον) ο Σκορσέζε θήτευσε ως παπαδοπαίδι. Η δε φιλία του με έναν ιερέα που μοιραζόταν την αγάπη του για τον κινηματογράφο αποδείχθηκε τόσο σημαντική που, ως έφηβος πλέον, αναζήτησε καριέρα στην ιεροσύνη. «Ισως γύρευα μια απάντηση στο πώς κάποιος αγγίζει την ευτυχία» θα πει αργότερα –λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν ολόκληρη τη φιλμογραφία του. Δεν θέλει πολλή σκέψη: οι αντιήρωες του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου ειδώλου» αλλά και ο Μεσσίας του «Τελευταίου πειρασμού» αναζητούν πεισματικά παρηγοριά σε μια κάποια ευτυχία. Και ο Σκορσέζε που αναζήτησε την χριστιανική αγάπη μέσα από το σινεμά, την ανακάλυψε στην οδύνη, στον δρόμο για τον Γολγοθά. Δεν υπάρχει σκορσεζικός ήρωας που να μην κουβαλάει τον δικό του «σταυρό». Η «Σιωπή» αποτελεί το απόσταγμα αυτού του σκορσεζικού προβληματισμού.
Δυστυχώς, η ταινία θολώνει τα νερά εκεί ακριβώς όπου η μυθοπλαστική διαδρομή μοιάζει να συστέλλεται. Επίσης, δεν διαθέτει έναν ανάλογο πρωταγωνιστή. Κακά τα ψέματα, ο Αντριου Γκάρφιλντ είναι τουλάχιστον ανεπαρκής. Εχω την αίσθηση πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης το αντιλαμβάνεται. Γι’ αυτό και οι πολιτικές –δηλαδή οι αποικιοκρατικές –αιχμές των ιστορικών γεγονότων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο υπαρξιστικό δράμα του μαρτυρικού ήρωα, που όμως εκθέτει ακόμη περισσότερο τις αδυναμίες του φωτογενούς σταρ, ειδικά σε σχέση με τους ιάπωνες συναδέλφους του –όλοι τους εξαιρετικοί. Διόλου τυχαία οι μεγάλες στιγμές του φιλμ είναι εκείνες στις οποίες κυριαρχεί στ’ αλήθεια η σιωπή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις κορυφαίες του Καρλ Ντράγερ, στοιχεία από το σινεμά του οποίου δανείζεται με ευλάβεια ο Σκορσέζε, μάλλον επειδή ο ίδιος θεωρεί πως πλέον καταπιάνεται με μια «πεθαμένη» τέχνη. Το δήλωσε άλλωστε στην πιο πρόσφατη συνέντευξή του: «Το σινεμά με το οποίο μεγάλωσα έχει πεθάνει. Δεν έχει πια τη σημασία που είχε στους νέους της δικής μου εποχής. Τα πρώτα γουέστερν, ο “Λόρενς της Αραβίας”, το “2001”, αυτές οι πρωτόγνωρες εμπειρίες έχουν αντικατασταθεί από ταινίες που μοιάζουν με ατραξιόν σε λούνα παρκ». Μόνο μέσα από αυτή τη ματιά η «Σιωπή» μοιάζει να βρίσκει τη θέση που της αρμόζει στο σκορσεζικό σύμπαν: μια λαβωμένη αλλά ισχυρή ταινία για τους τελευταίους πιστούς σε μια άγονη Γη («η Ιαπωνία είναι ένας βάλτος όπου τίποτα δεν φυτρώνει», ακούμε στο φιλμ), από έναν εκ των τελευταίων πιστών ενός σινεμά που κανείς δεν εκτιμά πια.
Βαθµοί: 7
(Για Σκορσέζε!)