«Σίµωσε, άπλωσε το χέρι, βόηθα, γίνε δουλευτής· ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα, γείρε, αν θέλεις να υψωθείς· νίκη σου, ανυπόταχτε, σ’ εσέ να πεις: «Υποτάξου πρώτα!». Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας κι ο εξουσιαστής του θυµού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου γίνε δουλευτής».
Γείρε αν θέλεις να υψωθείς, προστάζει ο Κωστής Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Κι εκείνος έγειρε. Λέρωσε τα χέρια με λάσπη. Πόνεσε στην ψυχή και στο σώμα. Τρύπησε στην καρδιά τον θυμό, έγινε δουλευτής και τώρα άρχοντας και εξουσιαστής.
Είναι η μοίρα όλων των μεγάλων: να είναι σιωπηλοί και αθόρυβοι σαν τα μεγάλα ποτάμια και όχι φλύαροι και θορυβώδεις σαν τα ρυάκια. Ο πόνος, η καταφρόνια, η απόλυτη φτώχεια είναι το αμόνι που σφυρηλατήθηκαν οι εκλεκτοί των τεχνών.
Από τα ίδια χτυπήματα πήραν σχήμα όλοι οι μεγάλοι του αθλητισμού. Κανείς δεν κατάφερε να αγγίξει τον ουρανό χωρίς προηγουμένως να συρθεί στη λάσπη.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο μαύρος θεός του Ολύμπου, για τον οποίον θα ήταν περήφανοι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης για την ελληνική του παιδεία, είχε καταδικαστεί σε αειφυγία πριν ανέβει σκαλί σκαλί στην κορυφή του κόσμου.
Ο Μιχαήλ Αγγελος του μπάσκετ, ο Il Divino (θεϊκός) όπως θα τον αποκαλούσε ο Τζόρτζιο Βαζάρι αν σκιαγραφούσε σήμερα τη βιογραφία του, ζωγραφίζει τη δική του Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό του μπάσκετ.