Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος επιλέγει:
1. Φωτογραφία του Νίκου Μάρκου από μια σημαντική εθνογραφική εργασία του στο Πέραμα στις απαρχές της δεκαετίας του 1980.
Χωρίς κάποια αισθητική παρέμβαση μας δίνει μια καθαρή ματιά μιας εργατικής περιοχής που ζει έξω από τα μητροπολιτικά σύνορα. Ενα ζευγάρι στο καθιστικό του αμήχανα κοιτάει ελαφρώς λοξά σε σχέση με τον φακό. Το πάλλευκο περιβάλλον του τοίχου και των σκεπασμάτων του πρωτόλειου καναπέ και της μπλούζας της γυναίκας φτιάχνει μια ισχυρή αντίθεση με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και το μουστάκι του άνδρα αλλά και το μακρύ όμορφο χέρι της κοπέλας που ελαφρώς ακουμπάει πάνω του. Με επιμέλεια και φροντίδα τοποθετούνται κάδρα στον τοίχο και μια κούκλα που στέκεται στον δεύτερο καναπέ. Ανήκει άραγε σε κάποιο παιδί τους ή είναι μια τρυφερή δική τους προβολή για ένα παιδί που δεν έχει έρθει ακόμα; Την ξεχωρίζω γιατί σε αυτήν βλέπω την απαρχή της εξέλιξης της ανδρικής ταυτότητας. Στη συνθήκη της ένδειας και της φροντισμένης εργατικής λιτότητας, μαζί με την παραδοσιακή αρρενωπότητα του τονισμένου μύστακος και του τρεις φορές ξεκούμπωτου πουκαμίσου, ο άνδρας αυτός αποκαλύπτεται στη συναισθηματική του μετεξέλιξη. Υπάρχει μέσα από τη σχέση του με τη γυναίκα του, είναι οι δυο τους, στην πραγματικότητα ένα σύγχρονο ζευγάρι χωρίς άλλη οικογενειακή πλαισίωση. Μια ζωή δική τους. Και αυτό πάλι, με ένα βλέμμα μεταξύ αφαίρεσης, περίσκεψης και μελαγχολίας που προαναγγέλλει τον μετασχηματισμό του ανδρικού συναισθήματος, την είσοδό του στον κόσμο του ρομαντικού έρωτα και την αποδοχή μιας κοινά μοιρασμένης κοινωνικής και υπαρξιακής ευθραυστότητας.
Αυτή η σειρά φωτογραφιών του Μάρκου δεν μας προσφέρει μόνο μια ιστορική και κοινωνική πληροφορία για το Πέραμα ως τόπο ζωής ανθρώπων που δεν εντάσσονται στο καταναλωτικό μεσοαστικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης, μια περιοχή εκτός πόλης και εξαιρούμενη των αγαθών της ανάπτυξης, αλλά και την εικόνα μιας ολόκληρης εποχής που η νοσταλγία τη θέλει έγχρωμη και χορευτική, μα ήταν και μαυρόασπρη ή γκρίζα, στατική και ακινητοποιημένη στον πολιτισμό της ανάγκης με μια μελαγχολική φυγή στο βλέμμα.
2. Το πορτρέτο του Μάνου Χατζιδάκι από τον Τάσο Βρεττό
Ο Τάσος Βρεττός όταν μιλάει για τον εαυτό του αυτοσκηνοθετείται σαν ένας flaneur και ένας αυθόρμητος εξερευνητής της φωτοσκίασης, της ιδιότυπης στιγμής, του μαγικού. Είτε το συλλαμβάνει μέσα στο κοινωνικό τοπίο της ζωής των ανθρώπων είτε το στήνει ως φωτογράφος του στούντιο, περιγράφει τον εαυτό του σαν συμπτωματικό παρατηρητή, απλοποιεί τη φωτογραφική διαδικασία. Ανά διαστήματα όμως φροντίζει να πει ότι αυτό που τον χαρακτηρίζει από τότε που άρχισε να αποτυπώνει με τον, ακόμα και πενιχρό, φακό είναι ότι «έβγαζε καλές φωτογραφίες». Μια βιαστική και σεμνή μα επί της ουσίας έντονη προσθήκη που τις μέρες του εκδημοκρατισμού της φωτογραφίας αγκυρώνει τη φωτογραφική εικόνα στον κόσμο της δημιουργίας και την καθιστά έργο υπεύθυνο και σαφές. Ο Βρεττός, ένας εκ των περιηγητών μας στον κόσμο της ελλαδικής κακογουστιάς στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (μέσα από το περίφημο «Κάτι το ωραίο»), θα αναπτύξει στις ποικίλες συνεργασίες του, με καλλιτέχνες για τα αμέτρητα εξώφυλλα δίσκων αλλά όχι μόνο, με τη μόδα και τα πορτρέτα επωνύμων και τόσα άλλα, «μια φωτογραφία για όλους». Για όλα τα βλέμματα. Μια υψηλή και κατά κανόνα έγχρωμη αισθητική μεγάλης απεύθυνσης, θερμής και πάντοτε φωτεινής και διαυγούς. Είναι ο δημιουργός όλων των εξωφύλλων του περιοδικού «Το Τέταρτο» που διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ενα σπουδαίο εγχείρημα πολιτισμού χωρίς επιθετικότητα και ενάντια στη φαντασίωση μιας τέχνης περιθωριακά λυτρωτικής, αλλά με την πίστη σε μια γνώση και μια καλλιτεχνία κριτική προς την εξουσία. Αυτό έκανε εξάλλου ο Χατζιδάκις τη δεκαετία του ’80. Υπηρετούσε την τέχνη του, οργάνωνε και διηύθυνε υποδομές γνώσης και ασκούσε κριτική στην εξουσία. Στον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, στην ένδεια του αστικού χώρου, στη βαναυσότητα του ελληνικού συντηρητισμού, στη συναισθηματική καχεξία της Αριστεράς. Γι’ αυτό και πολεμήθηκε χυδαία από τον αυριανισμό και τους κυνικούς που συγχρωτίζονταν μαζί τους. Εδώ ο Βρεττός τον σκηνοθετεί και τον φωτίζει με θερμό κόκκινο φωτισμό να μας υποδέχεται. Φιλόξενος και χαμογελαστός, ακμαίος οικοδεσπότης, ο Χατζιδάκις του Βρεττού δεν είναι ένας δημιουργός εν δράσει, δεν είναι ένας σημαντικός Αθηναίος, είναι έτσι όπως τον βλέπω σήμερα, ένας πατέρας που έχει αποδημήσει, που τον βλέπουμε στον ύπνο μας να μας περιμένει, να μας αγκαλιάζει και να μας αποδέχεται. Η κίνησή του προφητική με έναν τρόπο δείχνει την ανοχή του αυστηρού γονιού, την τρυφερότητα ενός πατέρα του έθνους που δεν μας αποκηρύσσει και ελαφρώς μειδιά με τα καμώματά μας.
Ο Τάσος Βρεττός παραδίδει masterclass για το έργο του το Σάββατο 28 Ιανουαρίου στην Τεχνόπολη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της έκθεσης.
3. Το καταναλωτικό πλήθος από τον Κωνσταντίνο Πίττα
Ο Κωνσταντίνος Πίττας μέσα από το βιβλίο και την ομώνυμη έκθεσή του στο Μπενάκη της Πειραιώς, «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης», μας ξενάγησε το 2016 στη μελαγχολία και την επιθυμία για ζωή των ανθρώπων στην Ευρώπη από τις δύο πλευρές του παραπετάσματος, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, και με ιδιαίτερη ένταση πριν από την κατάρρευση του μεγάλου διαχωρισμού. Με μια ματιά επίμονου ταξιδιώτη, μεταξύ εθνογραφίας και υπαρξιστικής απεικόνισης, ο φακός του απομονώνει πρόσωπα και φιγούρες. Χωρίς να τα απομονώνει από το κοινωνικό και πολιτικό τους περιβάλλον αποκαθιστά τη μοναδικότητα και κατά κανόνα και τη μοναχικότητά τους. Εδώ σιωπηρή μια όμορφη γυναίκα, κομψή μα όχι τέλεια, με σωματική μεσογειακότητα πριν από την επιβολή της lifestyle εκγύμνασης, ντυμένη αστικά μα όχι δεσμευτικά, απορροφάται, απομονώνεται και ξεχωρίζει μέσα στο σουπερμάρκετ. Είμαστε στην Αθήνα του ’84, γύρω της όλες οι γενιές του καταναλωτικού πλήθους με τα πρόσωπά τους σε δυναμική διαδικασία. Το δικό της στέρεο και μοναδικό έχει περίσκεψη μπροστά στα φρούτα. Ας σκεφτούμε μόνο τους προγόνους της, σε διαντίδραση με τον μανάβη, σε ένα περιβάλλον υπαίθριο και έντονης κοινωνικότητας, το οποίο δεν εξέλιπε το ’80 μα σίγουρα έχασε το μονοπώλιο προς όφελος της μεγάλης πλατφόρμας κατανάλωσης, προβολής ταυτοτήτων, εμπορικού φετιχισμού και συμβολοποίησης της οικονομικής ευμάρειας που είναι οι υπεραγορές.
Το Γαλλικό Iνστιτούτο στο πλαίσιο της έκθεσης «GR80s. H Ελλάδα του ’80 στην Τεχνόπολη» διοργανώνει από τις 24 Ιανουαρίου έκθεση του Κωνσταντίνου Πίττα με θέμα «Αθηναίοι-ες – Παριζιάνοι-νες ’84-’85».
Ο Βασίλης Βαμβακάς επιλέγει:
Το καλοκαίρι του 1987, αλλά και η δεκαετία ολόκληρη, σφραγίζεται από τον πρωτοφανή θρίαμβο της εθνικής ομάδας μπάσκετ που κατακτά το Ευρωμπάσκετ, το οποίο διεξάγεται στο νεόδμητο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Πέρα από το αναπάντεχο αθλητικό επίτευγμα του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του Καμπούρη και των άλλων παικτών της ομάδας, αυτό που σημαδεύει την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος είναι η ένταση και η έκταση των πανηγυρισμών που ακολούθησαν τις νίκες της ομάδας στην τελική φάση και ειδικά μετά τον τελικό με τη Σοβιετική Ενωση. Είναι η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία, βαθιά πολωμένη μέχρι μεταπολιτευτικά από κομματικά πάθη, γιορτάζει ως ενωμένο έθνος. Το φωτογραφικό ρεπορτάζ του Νίκου Αποστολόπουλου αποτυπώνει ακριβώς την πανηγυρική ατμόσφαιρα που απλωνόταν από την Πλατεία Ομονοίας μέχρι το ξενοδοχείο όπου κατέλυε η ομάδα στη Γλυφάδα. Ο δημόσιος χώρος από πεδίο επίδειξης της κομματικής ταυτότητας όλη τη δεκαετία μετατρέπεται ξαφνικά σε ένα πλουραλιστικό πανηγύρι που δεν γνωρίζει διακρίσεις ταξικές, ιδεολογικές, έμφυλες ή άλλες. Το ελληνικό «τείχος» πέφτει το 1987.
Ο Νίκος Αποστολόπουλος παραδίδει masterclass στο πλαίσιο της «GR80s» στις 8/2 στην Τεχνόπολη.
2. Χριστουγεννιάτικη φωτογραφία
Φωτογραφία από οικογενειακό άλμπουμ (Αναστασία Φέρμελη) που απεικονίζει το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Η μητρική αγκαλιά και το πονηρό χαμόγελο του μικρού παιδιού που κοιτά τον διαχρονικό φουσκωτό Αγιο Βασίλη αποτελούν το κεντρικό θέμα. Απαθανατίζουν μια στιγμή που η ελληνική οικογένεια απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την εποχή της ανέχειας, μπαίνει στον κόσμο της πραγματικής και φαντασιακής ευημερίας, στη φαντασμαγορία της οικιακής διασκέδασης και αναπτύσσει όλο και περισσότερες προσδοκίες για το μέλλον της, στο όνομα των παιδιών της. Η αίσθηση της κοινωνικής κινητικότητας και το αίσθημα της ασφάλειας είναι εξίσου παρόντα.
3. Ο Γύρος της Αθήνας από τον Σπύρο Στάβερη
Ο Σπύρος Στάβερης καταγράφει με τον αναστοχαστικό φακό του στιγμιότυπα από τον πρώτο Γύρο της Αθήνας το 1982. Γεγονός που ταυτίστηκε με τη δημαρχία του Δημήτρη Μπέη στην Αθήνα, συγκέντρωσε εξαρχής μεγάλο ενδιαφέρον και συμμετοχή από τους Αθηναίους και τις Αθηναίες και συνεχίζει να διεξάγεται μέχρι τις μέρες μας μαζί με άλλες παρόμοιες διοργανώσεις, κλείνοντας τους δρόμους της πρωτεύουσας προς χάριν της άθλησης. Είναι άλλωστε η εποχή που το ιδεολόγημα του μαζικού αθλητισμού (κόντρα στον εμπορευματοποιημένο επαγγελματικό αθλητισμό) γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση στη ρητορική της Αλλαγής, αλλά και που το διακύβευμα της προσωπικής άθλησης για λόγους υγείας ή σωματικής καλαισθησίας διατρέχει όλο και περισσότερα ηλικιακά και κοινωνικά στρώματα της Ελλάδας. Το «τζόγκινγκ», έστω και με σοσιαλιστικές αποχρώσεις, θα κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά τόσο δυναμικά στην Ελλάδα.
Ο Σπύρος Στάβερης στο πλαίσιο της «GR80s» επιμελείται την ομώνυμη έκθεση φωτογραφίας στο φουαγέ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, σε συνεργασία με τη «Lifo».