Καμία άλλη εποχή εκτός από τη δική μας δεν εμφανίστηκε να ζει το παρόν της σαν να ήταν ήδη φορτισμένο με «ιστορικό νόημα». Ο γάλλος ιστορικός Πιερ Νορά στο άρθρο του «Η επιστροφή του γεγονότος» αναλύοντας τη δυναμική των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη μελέτη και σύνθεση της σύγχρονης ιστορίας παρατηρεί ότι το φαινόμενο του γεγονότοςεξελίσσεται πάντα σε μια άμεσα δημόσια σκηνή, απαραίτητα μπροστά από έναν ρεπόρτερ – θεατή κι έναν θεατή – ρεπόρτερ διότι το κοινό το βλέπει να γίνεται και η «ηδονοβλεψία» αυτή δίνει στην επικαιρότητα την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με την ιστορία και ταυτόχρονα το ιστορικό της άρωμα. Αυτήν την επιστροφή του γεγονότος επεξεργάζεται με την επιλογή ιστοριών από πρωτοσέλιδα ελληνικών εφημερίδων ο συγγραφέας της έκδοσης «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα» που την υποτιτλοφορεί ως «ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία».
Ο Γιάννης Ράγκος, εξασκώντας τις ικανότητές του στο ιστορικό ρεπορτάζ, επιδιώκει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφική έρευνα που στοχεύει είτε στην ανάδειξη ενός ξεχασμένου ή αποσιωπημένου ιστορικού περιστατικού είτε στην αποκάλυψη νέων και άγνωστων στοιχείων από έγγραφα, μαρτυρίες, οπτικοακουστικά τεκμήρια για ένα επιστημονικά μελετημένο γεγονός.
«Στο ειδυλλιακό Πολυνέρι δεν έχει ξαναγίνει έγκλημα. Οι φιλήσυχοι κάτοικοί του πήζουν τυρί από τα κοπάδια τους, σπέρνουν λίγο στάρι σε καμία λουρίδα γης που την έχουν ημερέψει με πολύ κόπο, ραβδίζουν τα αναιμικά τους ελαιόδεντρα και κατηφορίζουν για κανένα μεροκάματο στον κάμπο. Οι άντρες ξενιτεύονται. Στη Γερμανία οι πιο πολλοί και στην Αμερική και στην Αυστραλία όσοι μπορέσουν. Οι γυναίκες ανασταίνουν ένα τσούρμο παιδιά και κοιτάζουν συνεχώς προς τον δρόμο που ξεκινάει από τον κάμπο μήπως φανή ο ταχυδρόμος». Το απόσπασμα από ένα τεύχος του περιοδικού «Εικόνες» του 1968 αναφέρεται στο ερωτικό έγκλημα που διαπράχθηκε σε ένα χωριό της Θεσπρωτίας, με αφορμή την αναπαράσταση του εγκλήματος. Τότε που οι δράστες, η σύζυγος και ο εραστής της, οδηγήθηκαν από την Αστυνομία στο σπίτι όπου σκότωσε και στο κατώφλι του έθαψε τον άνδρα της. Στους δράστες αυτής της τραγικής ιστορίας ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος βρήκε τους πρωταγωνιστές για να κάνει το 1970 την «Αναπαράσταση». Την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με την οποία έδωσε το στίγμα του στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο μεταφέροντας τη δράση στα Ζαγόρια, καθώς οι κάτοικοι στο Πολυνέρι ντρέπονταν για ό,τι είχε συμβεί στο χωριό τους. Με αφορμή μία υπόθεση εγκλήματος –εκτιμά ο ερευνητής των πρωτοσέλιδων –ο σκηνοθέτης φέρνει στο προσκήνιο κυρίως τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που κρύβονται πίσω από το αστυνομικό δελτίο: την εγκατάλειψη της επαρχίας, τη μετανάστευση των ανδρών, το μαράζωμα των χωριών, την αδυναμία κάθε εξουσίας (αστυνομικής, δικαστικής ακόμα και αυτής που αναπτύσσεται εντός της οικογένειας) να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια ενός εγκλήματος.
Σκοπός ο εντυπωσιασμός
Ας σημειώσουμε ότι οι μικρές ειδήσεις εξακολουθούν και σήμερα να λειτουργούν ως ενεργοποιητές της φαντασίας του αναγνώστη. Με σκοπό τον εντυπωσιασμό του, τα ψιλά των εφημερίδων, οι ειδήσεις που η σημασία τους δεν αποκτά το μέγεθος μεγάλου τίτλου, επιδρούν στη νοοτροπία του αναγνωστικού κοινού, καθώς αντλεί από τα παράξενα, μυστήρια ειδησάρια, τα κωμικοτραγικά συμβάντα ή από τις εκτενείς αναφορές σε ακραία κοινωνικά γεγονότα άλλοτε ευχαρίστηση και άλλοτε την αίσθηση ματαιότητας από τα στοιχεία του καθημερινού βίου τον οποίο χειρίζονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Από την τοπική εφημερίδα ώς το ημερήσιο εθνικό φύλλο, από το περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας έως την εβδομαδιαία κριτική επιθεώρηση, το έντυπο μέσο διαθέτει ποικιλία μεθόδων χειρισμού της πραγματικότητας.
Αυτό το εντόπισε ο δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος με έναν χαρακτήρα αρχειοδίφη παλιών εφημερίδων και περιοδικών στην προσπάθειά του να ανασύρει σε χρόνο παροντικό κάποιες εντυπωσιακές στην εποχή τους ειδήσεις και να τις συνθέσει ως ιστορίες με ιδιαίτερο νόημα. Πρόκειται για τριάντα περιστατικά από το 1802 ώς το 1976 που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου. Τα επέλεξε με κριτήριο τη δημοσίευσή τους στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», σε εφημερίδες και σε ιστοσελίδες ειδικού ενδιαφέροντος προκειμένου να συνθέσει κείμενα παρουσίασης πολιτικών, διπλωματικών, στρατιωτικών και αστυνομικών γεγονότων που θα μπορούσαν ίσως και να αποτελέσουν τον κορμό μίας απόπειρας σεναρίων για μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Εξηγεί μάλιστα τις προθέσεις του στην εισαγωγή του τόμου, καθώς προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την εποχή κατά στην οποία συνέβησαν. «Τα άρθρα αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής και όχι ιστορικής έρευνας, επομένως δεν επιδιώκουν να υποδυθούν την ιστορική μελέτη. Η επιλογή των θεμάτων έγινε με δημοσιογραφικά κριτήρια και η προσέγγισή τους με τις μεθόδους του ρεπορτάζ: ύπαρξη πρωτοτυπίας, αναζήτηση αξιόπιστων πηγών, διασταύρωση κάθε πληροφορίας».
Ο «Δράκος»
«Οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους»
Το καλοκαίρι του 1953 στο Μικρό Καβούρι της Βουλιαγμένης ένα νεαρό ζευγάρι πυροβολείται θανάσιμα στο σκοτάδι. Το μυστήριο γύρω από τη δολοφονία του ζεύγους των εραστών πυροδοτεί άρθρα σε όλες τις εφημερίδες που προβάλλουν την υπόθεση του «Δράκου της Βουλιαγμένης». Κι ενώ η Αστυνομία κάνει έρευνες χωρίς αποτέλεσμα, το φαντασιακό του κόσμου διεγείρεται λόγω ανησυχίας και σύγχυσης πληροφοριών.
Σε αυτό το κλίμα ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» προκειμένου να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες του με το ρεπορτάζ του απευθύνεται σε ένα μέλος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών. «Εγνώριζα από σχετικές επιστημονικές μελέτες ότι υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν το χάρισμα να βλέπουν μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και να διαβάζουν τη σκέψη του όπως σε ένα βιβλίο. Επίσης μπορούν να ζήσουν έντονα κάτι που έγινε και να το παραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Κι εγώ ήθελα να μάθω πώς ακριβώς διεπράχθη το έγκλημα, ποιος ήταν ο δράστης του, γιατί εγκλημάτησε, πώς ακολούθως διέφυγε και πού σήμερα βρίσκεται κρυμμένος και αγωνιά». Καθώς η Ελένη Κικίδου θεωρούνταν ένα από τα πλέον προικισμένα και αξιόπιστα μέντιουμ της γενιάς της, δέχεται να συνεργαστεί με τον δημοσιογράφο για ένα «πείραμα διοράσεως».
Απόδραση από τα Βούρλα
Πώς διανοίχτηκε η σήραγγα διαφυγής
Γιάννης Ράγκος
Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα
– Ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία
Εκδ. Polaris, σελ. 312
Τιμή: 10 ευρώ