Σε εστιατόριο µε αργεντίνικο προσανατολισµό στο Ηράκλειο Κρήτης το µενού σε σχέση µε τα πιάτα που τελικά σερβίρονταν ήταν υπόδειγµα του «ό,τι να ‘ναι». Ενα από τα πιο κραυγαλέα χαρακτηριστικά ήταν η σάλτσα τσιµιτσούρι. Τηγανητό χαλούµι, κοτόπουλο και άλλα εδέσµατα συνοδεύονταν από την παραδοσιακή αργεντίνικη σος. «Πράσινη ή κόκκινη τσιµιτσούρι;» ρώτησα τη σερβιτόρα. Με µια µικρή χρονοκαθυστέρηση µου απάντησε «πράσινη». Τι έφαγα; Τηγανητό χαλούµι µε σάλτσα µουστάρδα – λεµόνι. Η τσιµιτσούρι φτιάχνεται µε µαϊντανό, σκόρδο, ξύδι, κόλιανδρο, κύµινο κ.ά. Ούτε µουστάρδα ούτε λεµόνι. Οταν ρώτησα στην κουζίνα πώς τη φτιάχνουν, τουλάχιστον ήταν ειλικρινείς. «Και γιατί την ονοµάζετε τσιµιτσούρι;», ξαναρώτησα. «Είχαµε κάνει κανονική τσιµιτσούρι στην αρχή, αλλά δεν άρεσε στους πελάτες το σκόρδο. Ετσι την κάναµε µε µουστάρδα και λεµόνι». Και φυσικά άφησαν το όνοµα. Congrats!
Σε ιταλικό cozy επίσης στο Παγκράτι ζήτησα καρμπονάρα. Και ήρθε καρμπονάρα. Ηταν όμως τόσο κρύα που είχε γλινιάσει. Ρώτησα τον σερβιτόρο και με χαρά μού είπε ότι θα μου φέρει νέο πιάτο. Ομως αντί του πιάτου από την κουζίνα βγήκε ο μάγειρας. Ηρθε προσωπικά να μου εξηγήσει ότι «περιμένω να κρυώσουν τα μακαρόνια διότι εάν βάλω το αβγό μόλις τα στραγγίσω θα ψηθεί και θα γίνει ομελέτα».
Στο Κολωνάκι βρέθηκα σε εστιατόριο τόσο καθαρό και περιποιημένο, που ακόμη και ο σερβιτόρος ήταν λουσμένος με άρωμα. Τόσο πολύ όμως που και κάθε φορά που σέρβιρε ή περνούν από το τραπέζι μου εξαφάνιζε τα αρώματα από τα πιάτα.
Στο Κολωνάκι επίσης βρέθηκα και σε εστιατόριο ασκούπιστο, γεμάτο σκόνη και σέρβιραν σε τσόχα χωρίς τραπεζομάντιλα ή σουπλά. Ευτυχώς δεν είναι χώρος που μπορεί να επισκεφτεί ο καθένας. Είναι μόνο για μέλη.