Η ιστορία είναι αληθινή. Τη δεκαετία του 1870 ο βρετανός στρατιωτικός και εξερευνητής Τσαρλς Γκόρντον, επιφορτισμένος από τον χεδίβη της Αιγύπτου να πατάξει το δουλεμπόριο στο Σουδάν, ίδρυσε στον Νότο αυτής της χώρας και σε τμήμα της σημερινής Ουγκάντας (εδάφη σχεδόν ανεξερεύνητα τότε) μια αυτόνομη επαρχία που την ονόμασε Εκουατόρια. Υπό τη διοίκηση ενός γερμανοεβραίου γιατρού και φυσιοδίφη, του επονομαζόμενου Εμίν πασά, η Εκουατόρια έγινε ένα είδος πραγματωμένης ουτοπίας, όπου γηγενείς μαύρες φυλές, Αιγύπτιοι, Ευρωπαίοι, Αραβες συμβίωναν ειρηνικά, ισότιμα, με πολιτισμικές ωσμώσεις και οικονομική αυτάρκεια. Την ίδια εποχή άρχιζε όμως να φουντώνει ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την αποικιοποίηση της Αφρικής, η Αίγυπτος χρεοκόπησε και πέρασε υπό βρετανικό έλεγχο, ενώ το φανατικό ισλαμικό κίνημα του Μάχντι σάρωνε το Σουδάν σκορπώντας τρόμο και θάνατο. Με τον ειλικρινή ή προσχηματικό σκοπό της διάσωσης των ανθρώπων της Εκουατόρια οργανώθηκε μια αποστολή υπό τον θρυλικό εξερευνητή Στάνλεϊ, που μετά από περιπέτειες εκκένωσε το 1889 αυτή την επίγεια Εδέμ, παρά τη θέληση των δεκαπέντε χιλιάδων κατοίκων της, που ξεκίνησαν μια βασανιστική πορεία προς τα ανατολικά, προς τη θάλασσα.
Στο καινούργιο μυθιστόρημά του «Εκουατόρια» (Καστανιώτης) ο Μιχάλης Μοδινός ξετυλίγει αυτή την ιστορία με όλες τις συναρπαστικές και δραματικές λεπτομέρειές της διά στόματος ενός Ελληνα που γίνεται το δεξί χέρι του Εμίν πασά και ονομάζεται… Μιχάλης Μοδινός. Αυτός ο Μοδινός, κτηματίας στη Ζανζιβάρη, κουρασμένος από την κενότητα της ζωής του εκεί, προδομένος από τη γυναίκα του, δελεασμένος από τα μυστήρια της μαύρης ηπείρου και τις διηγήσεις για τα Ορη της Σελήνης (τις μυθικές πηγές του Νείλου), πηγαίνει στην Εκουατόρια και βρίσκει εκεί τον δικό του παράδεισο. Ο μυθιστορηματικός Μοδινός είναι απόγονος ενός άλλου ήρωα του συγγραφέα, του Στρατή Ταταράκη από τον «Μεγάλο Αμπάι» (2007), που έναν αιώνα νωρίτερα συντρόφεψε, υποτίθεται, τον Σκωτσέζο Τζέιμς Μπρους στην εκστρατεία του για την ανακάλυψη των πηγών του Γαλάζιου Νείλου.
Ο «Μεγάλος Αμπάι» ήταν ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, που ξεχείλιζε από εκπληκτικά ζωντανές περιγραφές της αφρικανικής άγριας φύσης και των λαών της, αλλά και διατρεχόταν από έναν μελαγχολικό στοχασμό γύρω από τη σύγκρουση πολιτισμικών αξιών και το άπιαστο όνειρο της συμφιλίωσής τους. Στην «Εκουατόρια» αυτό το όνειρο φαίνεται να έχει γίνει πραγματικότητα, αν και θνησιγενής. Ο ρωμαλέος λυρισμός στην περιγραφή των παρθένων αφρικανικών εκτάσεων, πότε εφιαλτικών, πότε γεμάτων αβάσταχτη ομορφιά και πάντοτε παλλόμενων από την ενέργεια αντίθετων δυνάμεων σε μια θαυμαστή όσο και σκληρή ισορροπία, υπάρχει και σε αυτό το μυθιστόρημα, είναι όμως πιο οικονομημένος και δεν προκαλεί στον αναγνώστη αίσθημα κόρου, όπως συνέβαινε αρκετές φορές στον «Μεγάλο Αμπάι».
Από την άλλη, το πελώριο, πυκνό και δαιδαλώδες ιστορικό υλικό που είχε να διαχειριστεί ο (αληθινός) Μοδινός, ένα υλικό όπου ο εξερευνητικός ρομαντισμός συμπλέκεται με τον τυχοδιωκτισμό, ο ανθρωπισμός με γεωπολιτικά συμφέροντα, η διεθνής πολιτική με πολέμους φυλάρχων και αιμοχαρών τοπικών προφητών, παρέσυρε τον συγγραφέα σε μια αφήγηση που έχει χαρακτήρα περισσότερο χρονικού παρά μυθιστορηματικής σύνθεσης. Στον «Μεγάλο Αμπάι» η αντίθεση πολιτισμικών στάσεων προσωποποιούνταν στους δύο πρωταγωνιστές. Στην «Εκουατόρια» οι δύο κύριοι χαρακτήρες, ο Μοδινός και ο Εμίν πασάς, συμπλέουν στην εκπλήρωση του ίδιου ιδανικού και η αντίθεση είναι ανάμεσα σε αυτούς (ή την Εκουατόρια) και τον έξω κόσμο. Αυτό μειώνει το δραματικό φορτίο του βιβλίου ως μυθιστορήματος. Η ευδαίμων Εκουατόρια από τη μια, οι αδυσώπητες δυνάμεις της νεωτερικότητας, η αποικιοκρατία, η τυφλή θρησκευτική βία από την άλλη είναι δύο πραγματικότητες που λίγο συναντώνται και καθόλου δεν αλληλοδιεισδύουν στο μυθιστόρημα.
Ωστόσο η «Εκουατόρια» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και, όπως άλλα μυθιστορήματα αυτού του συγγραφέα, έχει ορίζοντα ασυνήθιστα ευρύ για την ελληνική πεζογραφία. Υπάρχει εδώ κάτι από τη γοητεία των μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν και κάτι από το ζοφερό κλίμα της «Καρδιάς του σκότους» του Κόνραντ. «Την Ιστορία τη γράφουν οι κακοί», παρατηρεί πικρά ο αφηγητής προς το τέλος. Ενώ ο Νείλος, παρών σχεδόν σε κάθε σελίδα, λειτουργεί ως σύμβολο του ανθρώπινου πεπρωμένου, της αέναης αναζήτησης και των ατελεύτητων ματαιώσεων. Το βιβλίο κλείνει χαρακτηριστικά με τα λόγια «Πλέουμε στα τυφλά –πιρόγες κόντρα στο ράθυμο, αιώνιο ρεύμα του Λευκού Νείλου».