«Ευχή και κατάρα σού δίνω: μη γίνεις Βουγιουκλάκη, για να παίζεις μέχρι τα 80 σου». Της το είπε ο Δημήτρης Χορν, πάνω από 50 χρόνια πριν, όταν εκείνη τραγουδούσε τη «Μαύρη Φορντ» κι εκείνος το «Ηθοποιός σημαίνει φως» στη θρυλική «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Οσο κι αν η πρώτη της παρόρμηση την έκανε να θέλει να γίνει Βουγιουκλάκη, τελικά δεν την ακολούθησε. Και παίζει στο θέατρο πάνω από τα 80 της.
Η κυρία Μάρω Κοντού είναι από εκείνες τις λαμπερές πρωταγωνίστριες του σινεμά και του θεάτρου που τα έχουν δει και τα έχουν ζήσει όλα στη χρυσή τους εποχή (στην ημεδαπή). Και είτε τραγουδάει ξυπόλητη μέσα σε ένα θαυμαστό ροζ φόρεμα στο Ηρώδειο (στο «Χ-σκηνής, αυτά που κάψαν το σανίδι» του Σταμάτη Κραουνάκη) είτε υποδύεται –αυτή την περίοδο –τη Μαντάμ Ντε Ροσμόν στις «Επικίνδυνες σχέσεις», το επιστολικό μυθιστόρημα του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, κατά Γιώργο Κιμούλη, στο θέατρο Αλμα, την έχει και τη δείχνει αυτήν τη χάρη.
«Αέρα της παλιάς καλής εποχής» της έχουν καταλογίσει κάποιοι. Ξέρετε, εκείνο τον αέρα κομψότητας που έπνεε μέσα σε –κοπιαρισμένα έστω, από ντόπιες μοδίστρες –φορέματα του Ντιόρ και δεν παρεξέκλινε στη σημερινή υπερβολή πίστας. Ολα αυτά και πολλά άλλα ήταν και είναι η Μάρω Κοντού. Ακόμη και όταν ντυνόταν εταίρα στο «Κάθαρμα» του Κώστα Ανδρίτσου για να τραγουδήσει Κατσαρό και «Σ’ αυτό τον δρόμο». Ή βουτούσε, με ένα υπέρκομψο ταγέρ, στα πλατό για το «Εγκλημα στο Κολωνάκι» ή το «Εγκλημα στα παρασκήνια» του –κουμπάρου της –Γιάννη Μαρή.
Ακόμη κι όταν με νάζι, ως Ελενίτσα, έβαζε στη θέση του τον «Αντωνάκη της» Γιώργο Κωνσταντίνου (στο ασπρόμαυρο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα και του 1965, που πρόσφατα χάρη στην τεχνολογία έγινε έγχρωμο). Ακόμη κι όταν σερβίρει, ζεστό από τον φούρνο, ένα λαχταριστό γιουβέτσι (σπεσιαλιτέ της) ή από την κατσαρόλα ένα ελαφρύ κοτόπουλο με πολύχρωμες πιπεριές (επίσης σπεσιαλιτέ).
Ο παρών χώρος δεν επαρκεί για να εξαντλήσει όσα έζησε, είδε, έπαιξε η Μάρω Κοντού, που γεννήθηκε στο Κουκάκι το 1934, κόσμησε πολλά εξώφυλλα δημοφιλών περιοδικών, συζητήθηκε για τους ρόλους, τους έρωτες και τον γάμο της, αγαπήθηκε και από νεότερους τηλεθεατές ταινιών τής «χρυσής εποχής» για τη σεμνότητα αλλά και τη φιγούρα και το… ύψος της, χειροκροτήθηκε στη σκηνή και στη ζωή, πάλεψε, παρέμεινε.
Δεν έχει σημασία άλλωστε το λεπτομερές βιογραφικό της, αλλά στιγμές και ατάκες, σαν αυτές που έχουν γίνει συνθήματα και σύμβολα ακόμη και από πολύ νεότερες γενιές χάρη στις ταινίες της. Τις ίδιες που εκτίμησαν τη σκηνική της παρουσία και τη φινέτσα και το τραγούδι της, πρόσφατα, στο μιούζικαλ «Nine» του Πάνθεον, κατά Γιάννη Κακλέα –στον ρόλο της μητέρας / Mamma του Γκουίντο Κοντίνι (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος). Αλλωστε αυτό είναι χαρακτηριστικό της: δεν μεσουράνησε μόνο στις «χρυσές» κινηματογραφικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά κατάφερε να μεσουρανεί –θεατρικά τουλάχιστον –και να συγκινεί και έπειτα από το όριο που της είχε βάλει ο φίλος της Δημήτρης Χορν.
Στο πλευρό του, ως πρωταγωνίστρια, πρωτοπάτησε το σανίδι του ελεύθερου θεάτρου, τον Οκτώβριο του 1959, στο «Ρομανσέρο» του Ζακ Ντεβάλ. Βέβαια, η απαρχή ήταν στο Εθνικό και στην Επίδαυρο. Οταν, τελειώνοντας το 3ο Γυμνάσιο Θηλέων στου Μακρυγιάννη, τελείωσε και τη Σχολή Χορού της Κούλας Πράτσικα και βρήκε θέση στους Χορούς αρχαίων τραγωδιών, με την υπογραφή του Δημήτρη Ροντήρη. «Μήδεια» με την Κατίνα Παξινού, «Ιππόλυτος» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, «Θεσμοφοριάζουσες». «Είχα πάρει υποτροφία για τη Γερμανία στον χορό, αλλά για οικονομικούς λόγους δεν μπόρεσα να πάω. Με τους Χορούς στις αρχαίες τραγωδίες βρέθηκε κάποια λύση για τα καλλιτεχνικά μου ενδιαφέροντα» μου λέει.
Αφού σαμποτάρισε μια πρόσληψή της στην Εθνική Τράπεζα, η μισθολογική ανισότητα των κοριτσιών του Χορού από δραματικές σχολές, σε σύγκριση με τις σπουδάστριες σχολών χορού, ήταν που την έκανε να αναζητήσει οικονομική λύση! Εδωσε εξετάσεις σε κρατική επιτροπή ως «εξαιρετικό ταλέντο» και πήρε την άδεια της ηθοποιού. «Το αγάπησα το θέατρο στη διαδρομή», κάνει την αποτίμησή της σήμερα, «παρότι είχα τη θλίψη μου που δεν έγινα μια μεγάλη χορεύτρια». Ενώ έπαιζε στους Χορούς, την πρόσεξαν οι θεατράνθρωποι και πρώτος ο Ντίνος Ηλιόπουλος την κάλεσε σε περιοδεία, σε Ελλάδα και Κύπρο, με τα «Φωνάζει ο κλέφτης» του Δημήτρη Ψαθά και «Η κυρία του κυρίου».
Σε μια παράσταση στην Πάτρα την είδε και ο Δημήτρης Χορν και της έδωσε τον ρόλο στο «Ρομανσέρο» και άλλους πολλούς για τρεισήμισι σεζόν. Στο καμαρίνι της τη βρήκαν και οι ερωτικές προτάσεις, δεμένες σε μπουκέτα από τριαντάφυλλα. Από τον «πρίγκιπα» του ελληνικού σινεμά –με τον οποίο δούλεψε αργότερα –Κλέαρχο Κονιτσιώτη και άλλους. Και από τον μέλλοντα σύζυγό της, διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη Αριστείδη Καρύδη – Φουκς, τον Ντίντη, όπως τον φώναζαν οι φίλοι, γνωστό και από τη σχέση του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στο μεταξύ, εκείνη δούλεψε ακάματα, στο θέατρο και στο σινεμά, και με ποιον δεν δούλεψε. Σε θιάσους με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Κώστα Βουτσά, αργότερα με τον Σωτήρη Μουστάκα, μέχρι και τον Λάκη Λαζόπουλο. «Δεν υπάρχει ηθοποιός που δεν δούλεψα μαζί του» χαριτολογεί. Ακατάπαυστα. Με χειροκρότημα, μεράκι και κυρίως φινέτσα. Μέχρι και μετά τα 80 της. Η επωδός της; «Είμαι γεμάτη και ψύχραιμη».