Βαδίζοντας προς το τέλος της, η σειρά «Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες» θέλει να τιμήσει τον αλησμόνητο φίλο και πεζογράφο Μένη Κουμανταρέα που την εγκαινίασε ακριβώς δυο χρόνια πριν, ενώ είχε φύγει πια από τη ζωή, με ένα κείμενό του που μας το είχε φέρει τέλος καλοκαιριού του 2014. Αισθανόμενοι την ευλογία του να έχει συμβάλει στη μακροημέρευση της σειράς, του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας δημοσιεύοντας ένα παλαιότερο κείμενό του για μια έξοχη φωτογραφία.

Αραγε τι σημαίνει αυτή η ημερομηνία 1985 στον μαυροπίνακα; Είναι απλή αναφορά στο μάθημα της Ιστορίας; Ή μήπως η ίδια χρονιά που η φωτογραφία τραβήχτηκε; Κι αυτό το «Κ» πίσω από το κεφάλι του παιδιού, είναι το αρχικό μιας πόλης; Ή μήπως το ίδιο το όνομα του μαθητή; Το ύφος του –ας του δώσουμε, λοιπόν, ένα όνομα: Καρλ –είναι μεταξύ απορίας και αυτοπεποίθησης. Απορίας για τον απρόσκλητο φωτογραφικό φακό, σιγουριάς για το ότι είναι καλός μαθητής. Ο Καρλ είναι πολύ ζεστά και φροντισμένα ντυμένος με το μάλλινο ζιλεδάκι του, το άσπρο πουλόβερ με το σχέδιο στην λαιμόκοψη, το καθαρό πουκάμισο. Θα πρέπει να κάνει κρύο μέσα σ’ αυτή την τάξη. Ποιος ξέρει τι προβλήματα θέρμανσης υπάρχουν. Ο Καρλ είναι δέκα με έντεκα χρονώ, το καταλαβαίνει κανείς από τα δοντάκια του. Το χρώμα των ματιών του, ανάμεσα στο καφέ και το λαδί, αντανακλά μια ποίηση που δεν είναι δικό του προνόμιο μόνο, μα αρκετών παιδιών στην ηλικία του. Ο πατέρας του είναι συμβολαιογράφος και η μάνα του, που κρατά τα ρούχα του τόσο καθαρά, υπάλληλος στον Δήμο.

Ομως, άραγε, ποιας εθνικότητας είναι ο Καρλ; Θα τον τοποθετούσα σε κάποια χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας. Μπορεί να είναι Σέρβος, Κροάτης ή και Βόσνιος. Χριστιανός ή Μουσουλμάνος. Αν υποθέσουμε πως το 1985 είναι και η χρονιά της φωτογραφίας, η χώρα του αποτελούσε τότε μέρος της Ανατολικής Ευρώπης, αυτό που ονομάζαμε Σιδηρούν Παραπέτασμα. Με αυτή τη βάση ο Καρλ θα πρέπει να είναι σήμερα τριανταεξάρης και η κατάρρευση να τον βρήκε πάνω στην εφηβεία. Παρ’ όλες τις ταραχές και τους αιματηρούς πολέμους στην περιοχή, προτιμά την καινούργια του ταυτότητα. Σήμερα δουλεύει σε μια ιδιωτική επιχείρηση στον τομέα της πληροφορικής την οποία σπούδασε. Από αυτή την άποψη είναι εξομοιωμένος με χιλιάδες νέους ανά τον κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ευθυγραμμισμένος με αυτούς. Οποτε αφήνει τη μηχανογράφηση, εντύπωση κάνει ο γραφικός του χαρακτήρας, σφυρηλατημένος το δίχως άλλο από το καθεστώς τότε, καθαρός πολύ και καλλιγραφικός. Με βάση αυτό το προσόν, οι προϊστάμενοί του τον εμπιστεύονται σε δουλειές που ακόμα επιτρέπουν στο ανθρώπινο χέρι να λειτουργεί χωρίς τη βοήθεια της μηχανής. Νεότερος ο Καρλ είχε μια ερωτική απογοήτευση, πράγμα που σημαδεύει το πρόσωπό του τώρα που έφθασε στην ωριμότητα και αυξάνει την αδιόρατη μελαγχολία που είχε από παιδί.

Πώς νιώθει σήμερα ο Καρλ γι’ αυτή την παιδική φωτογραφία; Οπως όλοι μας όταν βλέπουμε με κάποιο δέος αυτό που είχαμε υπάρξει μικροί. Ο Καρλ έχει έναν επιπλέον λόγο. Η πατρίδα του, αυτή που γνώρισε ως μέλος μιας ομοσπονδίας, είναι τώρα κομμένη σε μικρά αυτόνομα κομμάτια. Υπάρχει επομένως ένα επί πλέον χάσμα ανάμεσα στην παιδική και την αντρική ηλικία. Τα βράδια πηγαίνει στην μπιραρία της γειτονιάς και πίνει μετρημένα. Είναι γενικά μετρημένος, καμιά φορά και σφιχτοχέρης, όπως μαρτυρούν τα στενά του χείλη. Σ’ ένα ταξίδι του στην Ιταλία και στην Ελλάδα για διακοπές, ενθουσιάστηκε από τη θάλασσα και την ελευθερία των κατοίκων, τρόμαξε όμως από την προχειρότητα και την αταξία. Γι’ αυτό και κάθε φορά γυρίζει με ανακούφιση στην πατρίδα του κι ας μην έχει θάλασσα. Τα βράδια επιστρέφει στο εργένικο διαμέρισμά του συνήθως μόνος, αλλά καμιά φορά και με τη συντροφιά κάποιας γυναίκας. Κάθε φορά και άλλης. Εχει απορρίψει την ιδέα του γάμου. Οχι απαραίτητα επειδή είναι πολυγαμικός, αλλά η ιδέα να κάνει ο ίδιος οικογένεια τον τρομάζει. Η μάνα του Καρλ δεν ζει πια. Ο πατέρας του είναι προ πολλού πεθαμένος. Ο Καρλ είναι το στερνό παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Τ’ αδέρφια του είναι σκορπισμένα εδώ κι εκεί μετανάστες. Ο ίδιος αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη γενέθλια πόλη του. Φίλους έχει ελάχιστους, στη δουλειά έρχεται σ’ επαφή με πολλά άτομα, που όμως σβήνουν ευθύς μόλις λήξει η επαφή με αυτά. Καμιά φορά τ’ απογεύματα συναντά παλιούς παίκτες του μπάσκετ, που έπαιζε νεότερος. Τότε νιώθει λίγο ευτυχισμένος. Σπάνια όμως να παρακολουθήσει αγώνες στην τηλεόραση. Τις νύχτες, όταν δεν έχει μια γυναίκα στο πλευρό του, τότε έχει ένα μικρό ηχοσύστημα ακουμπισμένο δίπλα του στο κομοδίνο και ακούει μουσική. Τι μουσική ακούει ο Καρλ; Τι βιβλία διαβάζει; Με τι γυναίκες κάνει παρέα; Ενας συγγραφέας της πατρίδας του θα γράψει για όλα αυτά και ο τελευταίος που θα τα διαβάσει θα είναι ο ίδιος ο Καρλ. Οπως πολλοί από τους ήρωες της λογοτεχνίας, έτσι κι εκείνος δεν διαβάζει λογοτεχνία. Καμιά φορά μόνο ανασκαλεύει, όπως ανασκαλεύει κανείς κούτσουρα στο τζάκι, τα σχολικά βιβλία του και τότε ξαναγίνεται μαγικά ο μικρός της φωτογραφίας μπρος στον μαυροπίνακα. Ενας πίνακας που πέφτει μαύρη κουρτίνα ανάμεσα σε δυο εποχές και τις χωρίζει.