Γεωργία Τριανταφυλλίδου
… πως μπορεί να είναι και το ίδιο πράγμα. Ανθρωποι δίπλα µας πεινάνε. Διώκονται. Παίρνουν τον δρόµο της προσφυγιάς για να σωθούν από τη µανία του πολέµου και βρίσκουν τον θάνατο στις ανειρήνευτες θαλάσσιες ρότες. Χάνουν το σπίτι τους. Την ελπίδα. Χάνουν την πατρίδα τους. Οι Ελληνες ζουν την οικονοµική κρίση παράλληλα µε τους πρόσφυγες και τους εκτοπισµένους των οποίων κρίνεται η ύπαρξη επί γης. Δεν θεωρώ ότι οι ποιητές είναι απέναντι και παρατηρούν. Τις περισσότερες φορές βράζουν στο ίδιο καζάνι. Ο κόσµος πιστεύει ότι οι εικόνες της κρίσης φωνάζουν µε τη δική τους φωνή, µιλάνε µε χίλιους τρόπους, θέτουν ερωτήµατα. Οµως τους λείπει η «βούληση». Και καλεί τους ποιητές να παρουσιαστούν και να τις αναζωογονήσουν: η κρίση που γίνεται ποίηση είναι µια παντοτινή ανάµνηση. Και τότε ξεσπά η κρίση της ποίησης. Γιατί τα ποιήµατα για την κρίση ή γράφονται ή δεν γράφονται. Δεν µπορείς να εκβιάσεις την έµπνευσή τους µε παραγγελιές. Δεν µπορείς µε το στανιό να τα κάνεις επίκαιρο τόµο ή αφιέρωµα περιοδικού, ένθετο εφηµερίδας ή συλλογικό έργο. Διότι τότε σηµαίνει ότι απλώς δεν υπάρχουν κι εσύ βγήκες στην πλαγιά να τα σαλαγήσεις. Το ερώτηµα είναι τι έχει πάθει η ποίηση και βουβαίνεται µπροστά σε όλα αυτά. Γιατί, ας µη γελιόµαστε, µερικά από τα αριστουργήµατα της ελληνικής ποίησης απ’ τους πολέµους και την πείνα και τον διωγµό και τον κατατρεγµό άντλησαν την έµπνευσή τους. Στην Καβάλα όπου ζω είδα καραβιές προσφύγων να αποβιβάζονται απανωτά στο λιµάνι της προερχόµενες από τη Λέσβο. Και είδα συντοπίτες µου βυθισµένους στη µαύρη απελπισία. Και κλείστηκα πάλι στον ποιητικό µου µικρόκοσµο. Που ίσως τελικά να µην ήταν τόσο στεγανός. Και να εισχώρησαν µέσα τα µαύρα νερά της κρίσης και της κριτικής για µια κοινωνία σε παραζάλη. Αλλά θεωρώ «κακότεχνη» τη δηµόσια διατύπωση µιας τέτοιας υποψίας από µέρους µου.
ΕΚ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ

Πάντα εγώ απ’ τη μεριά του τοίχου

για να δροσίζομαι τα καλοκαίρια.

Ο ύπνος μου βλέπει συνέχεια στο λευκό

και το πρωί παρατηρώ

ένα ασπράδι του ματιού εκτεταμένο.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Από τα τέλη του 2000 ζει μόνιμα στην Καβάλα. Εχει εκδώσει τα ποιητικά βιβλία «Ο ποιητής έξω» (Αγρα, 2004) και «Δικαίωμα προσδοκίας» (Αγρα, 2008).
Παναγιώτης Ιωαννίδης
…ότι η κρίση είναι η διπλή καταγωγή της ποίησης. Εσωτερική κρίση γεννά κάθε καλλιτεχνικό ερώτηµα –και κρίση συνιστά η «απάντησή» του µέσω της γλώσσας. Αν κρίση πάντα γεννά την ποίηση, για κρίση πάντα θα µιλά κι αυτή.
Και «η κρίση που περνά η ποίηση σήμερα»; Αν η ποίηση εμφανίζεται να περνά σήμερα «κρίση» («δεν γράφεται πια καλή ποίηση», «έχει χάσει την επαφή της με το κοινό»), η ευθύνη βαραίνει κυρίως εκδότες και κριτικούς. Οσους εκδότες δεν κρίνουν πλέον τι θα τυπώσουν και γιατί, και όσους κριτικούς δεν κρίνουν (ίνα μη κριθούν). Κακή ή αδιάφορη «ποίηση» γραφόταν και θα γράφεται πάντα: αυτο-έκφραση που δεν αφορά παρά τον εκφραζόμενο (που δεν μπορεί να ονομαστεί «ποιητής») –αναφαίρετο δικαίωμα όλων, αλλά πράξη διακριτή απ’ την τέχνη. Ομως, παλιότερα, οι αυτο-εκδόσεις γραπτών που δεν περνούσαν από κρίση, δεν γίνονταν από επώνυμους, σοβαρούς εκδότες. Και υπήρχαν αρκετοί σεβαστοί, και στο πλατύ κοινό, κριτικοί, με μόρφωση και επαρκείς αποστάσεις από την «αγορά» που τους εξασφάλιζαν ανεξαρτησία και, άρα, αξιοπιστία.
Οσο για την «ποίηση της τωρινής κρίσης»: κακώς αναμένονται (κι επιβραβεύονται) τα ταχέως παραγόμενα, προφανή και εύληπτα –χαρακτηριστικά άσχετα με την τέχνη. Δεν είναι «ποίηση της κρίσης» –γιατί δεν είναι ποίηση –οι μπροσούρες διαμαρτυρίας ή τα «άμεσα» κείμενα για σημαντικά κι επείγοντα προβλήματα. Η «ποίηση της κρίσης» προηγήθηκε του αιτήματος γι’ αυτήν, και (θα) συνεχίζει υπαινικτικότερα και αφανέστερα απ’ ό,τι της ζητείται. Θέτω, προς τούτο, στην κρίση σας τα εξής πειστήρια: Ορφέας Απέργης, Υ, 2011: προσεκτική, εξαντλητική ανατομία του υποβάθρου της «ελληνικής κρίσης». Πιο ευσύνοπτα: Στέργιος Μήτας, Εμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων, 2013. Αριστοτεχνικές παραβολές: Λένια Ζαφειροπούλου, Paternoster Square, 2012∙ Σαμσών Ρακάς, Αδράξτε τη νύχτα, 2014. Πολ(ιτικ)η και κρίση: Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου, 2015. Απεικόνιση, θρήνος και σχοινοβασία επί της καταγγελίας (δίχτυ, ο Γκίνσμπεργκ): Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, 2013.

JAN III
από την «Πολωνία», Καστανιώτης, 2016
Ακατάληπτη η αγάπη
του Γιάν Σοµπιέσκι
για την οµορφιά του εχθρού του

Κάθε µέρα επί είκοσι χρόνια
έγραφε στη γυναίκα του
µισά στα γαλλικά µισά πολωνικά
Και για τα τούρκικα λάφυρα µετά την νίκη
des fort jolies choses et fort riches
mais fort riches

Από του Χουσεΐν Πασά τους θησαυρούς
λάτρεψε ένα κέντηµα µεταξωτό
µε δυο χιλιάδες ρουµπίνια και σµαράγδια
Τόσο το λάτρεψε
που το ‘ντυσε του αλόγου του
την ηµέρα της στέψης

Και υπόχρεος στον Μέγα Δούκα της Τοσκάνης
το αποχωρίστηκε
Αυτός το καταχώρησε στα κατάστιχά του
και το καταχώνιασε –
Una cosa del barbaro lusso
Και τα τρία βιβλία του με ποιήματα, «Το σωσίβιο» (2008, β’ έκδ. 2009), «Ακάλυπτος» (2013), «Πολωνία» (2016), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο μηνιαίο περιοδικό «The books’ journal», μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Φάρμακο», διοργανωτής και επιμελητής της σειράς μηνιαίων ποιητικών αναγνώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)»

Στέργιος Μήτας
…ότι δεν έχω να περιμένω πολύ περισσότερα από ένα εύηχο κλισέ ή µια χαριτωµένη αντιστροφή –όχι µόνο γιατί ο οµιλητής στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν (ενδιαφέρεται να) κάνει σαφές για τι πράγµα ακριβώς οµιλεί, ποιο φαινόµενο περιγράφει, πώς εννοεί τις έννοιές του κ.ο.κ. Μα και γιατί η ίδια η αφετηρία τέτοιων συζητήσεων είναι συχνά σφαλερή. Εξυπονοείται, εδώ, ότι υπάρχει µια κάποια «ποίηση της κρίσης», η οποία ίσως αποτελεί και το αντίδοτο στην «κρίση της ποίησης» ή και στην κρίση εν γένει. Στη δε «ποίηση της κρίσης» άλλοι βιάζονται να χαιρετίσουν µια νέα εθνικο-λαϊκή ποίηση και άλλοι να ξορκίσουν τα παµπάλαια τερτίπια της πολιτιστικής βιοµηχανίας. Αλλοι πάλι, προτείνουν έναν παλαιάς κοπής κοινωνιολογισµό ως την τελευταία και πλέον κρίσιµη λέξη της αισθητικής σκέψης. Οµως οι παραπάνω συχνά λησµονούν ότι η ποίηση µπορεί να ονοµαστεί µοντέρνα, επίκαιρη ή πολιτική µε έννοια που να έχει νόηµα µόνο αναφορικά προς τον εαυτό της, ως περιεχόµενο που έγινε µορφή. Και η ποίηση δεν µπορεί να µιλά για κάποιο περιεχόµενο (ας πούµε, την κρίση) ως κάτι εξωγενές προς αυτήν, πριν ή και πέρα από τη µορφική της κατόρθωση. Η ποίηση που εκλαµβάνεται ως έµµετρο ρεπορτάζ, κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν ποτέ τέτοια, δηλαδή ποίηση. Ενώ το αισθητικά κατορθωµένο ποίηµα (χαρακτηρισµός που συνιστά ήδη πλεονασµό) φέρει και το «ίχνος της εποχής» του: εντός και διά της προσίδιας µορφής του.
«Η µπαλάντα της κλινικής»

[απόσπασμα],

από τη συλλογή Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων, Μικρή Αρκτος, 2013
Κι αν παραµένει η ρίµα ασκεπής
και τεµαχισµένη σε εντόσθια
υλικού, χιλιοµασηµένη hostia
από ένα corpus λογοκλοπής,
πάλι λαχταρά στο παλκοσένικο
να γείρει –και θυσία να προσφέρει
το παρθένο µελάνι: στο γέρικο,
το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι.

Παλιός λογαριασµός και ξεχρεώνει
µε την εσχάτη των ποινών: τη ρίµα.
Ολα ταιριάζουν: η πεδιάς, το µνήµα
–και η επίσηµος της κριτικής αγχόνη
που µπροστά της η ρίµα σκοντάφτει.
Μα αν κυρτώνει ο γραφίτης –καρτέρει:
Το ποίηµα χαράζει και ίσως αστράφτει
το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι.
[…]
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1980. Είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου (Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ) και ζει στον Βύρωνα Αττικής. Εξέδωσε την «Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων» στη Μικρή Αρκτο (2013).

Μαρία Τοπάλη
…ότι πρόκειται, στην πραγματικότητα, για δύο εντελώς άσχετα µεταξύ τους φαινόµενα που µια ατυχής χρονική συνάφεια τα ενέπλεξε, ευνοώντας σχετικές αµπελοφιλοσοφίες. Στα τέλη του 20ού αιώνα στην Ελλάδα (και, µάλλον, σε όλο τον δυτικό κόσµο) πολύς κόσµος συζητούσε την «κρίση της ποίησης» µε µέτρο σύγκρισης µάλλον ασαφές. Κρίση σε σχέση µε τι και µε πότε; Σίγουρα, πάντως, πριν αρχίσει η άλλη κρίση, η κρίση χρέους, η (όποια) προηγούµενη ποιητική κρίση, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είχε αρχίσει να ξεπερνιέται: νέες γενιές ποιητών και, σε κάποιο µέτρο, νέοι τρόποι έκαναν και κάνουν ολοένα δυναµικότερα την εµφάνισή τους στο προσκήνιο. Τη σχετική συζήτηση ξεκινά αρκετά καλά ο Ορφέας Απέργης στο τεύχος Οκτωβρίου του book’s journal, ενώ και η υπογράφουσα έχει διατυπώσει σχετικές σκέψεις σε παλαιότερα τεύχη των περιοδικών «Ποιητική» και «Φάρµακο» [φρµκ]. (Το νόστιµο είναι που σε µια χώρα µε πραγµατική αριστεία σε λογοτεχνικά περιοδικά περί την ποίηση και το βιβλίο, όπως τα παραπάνω, άνθρωποι που δεν τα έπιασαν ποτέ στα χέρια τους ή που έχουν να διαβάσουν ποίηση από το τελευταίο εξώφυλλο δίσκου του Μποµπ Ντίλαν, αγορασµένο κι αυτό σε παλαιότερες δεκαετίες –συγγνώµη, δεν άντεχα να µην το πω –συζητούν περισπούδαστα για τον ρόλο της, της ποίησης, τη σχέση της µε την πεζογραφία και µε την κρίση, φυσικά). Οσο, τώρα, για την ιδέα µιας «ποίησης της κρίσης», µολονότι σίγουρα τέτοια φαινόµενα (όπως η κρίση) δεν µπορεί παρά να απασχολούν τους γράφοντες και να αφήνουν βραχυπρόθεσµα ή µακροπρόθεσµα το αποτύπωµά τους στη γραφή, η ιδέα κάποιου τύπου ποιητικής κρισεολογίας ή, ακόµη απλοϊκότερα, κάποιας επαναστατηµένης φυλής (της ελληνικής!) που έχει και τους ποιητές της δεν θα έπρεπε, κανονικά, να απασχολεί τις σοβαρές συζητήσεις (για την ποίηση). Το δυστύχηµα είναι που, και στον τοµέα αυτό, πέφτουµε θύµατα µιας ορισµένης «προοδευτικής» αλλά στην πραγµατικότητα έντονα νεοαποικιοκρατικής ακαδηµαϊκού τύπου ενασχόλησης µε εµάς, τους έλληνες ποιητές και ποιήτριες, ως εξωτικών συµβάντων της φολκλόρ επαναστατικότητας που ανέκαθεν, από του Μπάιρον τα χρόνια, ευδοκιµούσε, λέει, στα πετρώδη εδάφη µας (πρόσφατα τα µνηµείωσε και ο Οµπάµα). Υποµονή, έχω να πω και: τη δουλειά µας εµείς! Μόδα είναι, θα περάσει.
«Χαλκιδική»,
από το βιβλίο «Βερμίου Κατάβαση», Πατάκης, 2010.
Ηπιοι παλμοί
στην αιώρα του «ποτέ πια».
Μα σαν ποτάμι το νερό κυλάει πίσω,
στην ημίκλειστη θάλασσα,
και τα παιδιά ήταν πάντοτε εμείς καθώς
παρέα από ασημένια ψάρια
με μουστάκια ανενόχλητα περιπολούν
λίγους πόντους από την επιφάνεια του νερού.
Χωρίς ιστορικό βάρος εστιάσαμε
στα φύκια και στα βράχια,
στην απέναντι ακτή, στα σύννεφα –
ήμουνα τώρα μόνη
με το ένα παιδί να κοιμάται στην πετσέτα –
ήταν εκείνο ακριβώς το νεαρό πρόσωπο
που δεν θα μπορούσε παρά να ζει ως χλεύη
στις μεγαλοστομίες αλλοτινών ποιητών,
ευδοκιμώντας στο «ποτέ πια» τούτης
της παραλίας, που αποσπάστηκε έκτοτε
από οποιοδήποτε παρόν
με τους κρωγμούς των πουλιών και τον σπασμό
της πτήσης του αφρόψαρου
λίγα δευτερόλεπτα προτού ξυπνήσει
το παιδί του παιδιού, που δε θα χτίσει
πουθενά το σπίτι του.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στη Φρανκφούρτη. Από το 1996 δημοσιεύει ποίηση, κριτική και μεταφράσεις από τα γερμανικά. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές της «Σερβίτσιο τσαγιού» (1999) και «Λονδίνο και άλλα ποιήματα» (2007), από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο – ποίημα «Βερμίου κατάβαση» (2010)
Ορφέας Απέργης
…το «Μη κρίνετε, ίνα μην κριθήτε» του Χριστού (κατά Ματθαίον, 7.1), που γίνεται, σε µιαν εποχή όπως η δική µας, που είναι αρκετά πιο σκληρή ιδεολογικά (δηλαδή αρκετά λιγότερο αθώα) από εκείνην του Ναζωραίου, «Κρίνετε ίνα κριθήτε», «κρίνε για να κριθείς» που λέει µε την κοφτερή του γλώσσα κι ο Αναγνωστάκης. Τι σηµαίνει αυτό; Το βλέπω σαν έναν «δι-ορισµό» µας, σαν µια δική µας αποστολή και µοίρα, που είναι όµως και ο διπλός ορισµός µας, τα δύο πράγµατα που µας ορίζουνε, τώρα και πάντα: (α) Η κρίση που ασκείς σε ορίζει γιατί γεννάει την κρίση που δέχεσαι. Σε αυτό συµφωνούν οι δύο Μανώληδες –ο Χριστός και ο Αναγνωστάκης. Ο µεν Ναζωραίος Εµµανουήλ, όµως, προβάλλει την αρνητική όψη της κρίσεως αυτής και λέει µην κρίνετε, γιατί αυτό είναι από µέρους σας αλαζονικό, «ποιος νοµίζεις ότι είσαι, εσύ που κρίνεις έτσι ή αλλιώς», µην κρίνετε εποµένως γιατί µε τον ίδιο τρόπο και το ίδιο µέτρο θα κριθείτε. Ο δε έτερος Μανόλης, ο Αναγνωστάκης, πιο αυστηρός κατά µία έννοια, επανέρχεται στη θετική και αναπόφευκτη όψη της ίδιας κρίσης, προτείνοντας εν είδει κατηγορικής προσταγής «κρίνε» και µάλιστα «κρίνε για να κριθείς», δηλαδή οι συνθήκες µάς επιβάλλουν, απαιτούν από µας, να κρίνουµε και από την κρίση µας αυτή θα κριθούµε. Αλλά µας ορίζει και ένα δεύτερο στοιχείο: (β) Η κρίση που δέχεσαι σε ορίζει γιατί γεννάει την κρίση που ασκείς. Ποια κρίση δέχεσαι; Την κριτική, την αξιολόγηση του άλλου, του κριτή σου, αλλά και την κρίση όπως πλέον τη χρησιµοποιούµε ως όρο κατά κόρο, δηλαδή την οριακή, επείγουσα, κρίσιµη κατάσταση –σαν να είναι αυτή η κατάσταση µια «κρίση» της ιστορίας προς τη γενιά µας ή τον καιρό µας. Τα ξαναλέω µαζί, τα δυο κοµµάτια του δι-ορισµού µας, λίγο παραλλαγµένα: Η κρίση που ασκήσαµε µας όρισε γιατί γέννησε την κρίση που τώρα δεχόµαστε και περνάµε. Και, η κρίση που τώρα δεχόµαστε και περνάµε µας ορίζει γιατί γεννάει και θα γεννήσει την κρίση που θα ασκήσουµε µελλοντικά. Και η ποίηση; Λέει κάποιος ποιητής µας κάπου «Κανένας στίχος σήµερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις µάζες». Είναι σαν να τα λέει αυτά ένας πατρίκιος θεωρώντας ότι απευθύνεται σε πληβείους. Στίχοι σαν και αυτό τον αφ’ υψηλού φιλοσοφισµό αποτελούν µέρος της κρίσης που τόσα χρόνια ασκούσαµε και ασκήσαµε. Και τέτοιοι στίχοι, η τέτοια κριτική µας ικανότητα και πράξη οδήγησε στην τωρινή µείζονα κρίση. Οµως αυτή η τωρινή κατάσταση, το τέλος γενεών και γενεών νεοελληνικού φιλοσοφισµού, µπορεί να φτιάξει µια καινούργια και πολύ καλύτερη κριτική σκέψη, µπορεί να µας οπλίσει µε στερεότερη και πιο γνήσια κρίση. Σε αυτό το «µπορεί» κλείνεται όλη η µελλοντική δυνατότητα της ποίησής µας ως κοινωνικού συµβάντος.
Εκδροµή στο Ρ.Φ.
Γεννήθηκα το ’71
και δεν εγνώρισα κανένα
αντί για γύψο
έβαζα ύψο,
κι αντί για το κόμμα
εγώ είχα το στρώμα
τη Μαίρη τη Νόρα
αντί για τη χώρα,
και έτσι μεγάλωσα
ενώ άλλοι άλωσαν
τη δικτατορία
διαβάζω ιστορία
σαν τριτοδεσμίτης
κι οι στηθόδεσμοί της
στο πίσω θρανίο
τρυπάν το κρανίο
εμένα που δεν ήμουνα μες στο Πολυτεχνείο.
Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Ποίηση», «Ποιητική» και «Νέα Εστία» από το 2006 και εξής. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό «Φάρμακο». Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, με τίτλο «Υ», κυκλοφόρησε το 2011 από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Δημήτρης Λεοντζάκος
Κάθε άγγελος είναι φρικτός1. Δεκαέξι θέσεις για την ποίηση και την κρίση.
1. Ποίηση είναι αυτή η αδύνατη λύση μιας συνεχούς κρίσης, με την έννοια της ασυνεχούς έλλειψης ή της ασυνεχούς ποίησης.
2. Το αδιανόητο της ποίησης που δεν μπορεί καν να φανταστεί η καταστροφή, πόσο δε η κρίση να ψελλίσει.
3. Ποίημα είναι η επινόηση μιας ανείπωτης αυγής στην ανύποπτη χλόη πάντα μιας νύχτας.
4. Η φύση και ο ύπνος είναι ο ανεστραμμένος όλεθρος των εικόνων που διασχίζει διαγωνίως κάθε γραφή. Οπως το όνειρο τη ραφή των ποιημάτων της.
5. Η ομορφιά πέρα απ’ τον ήχο, που είναι του φρικτού η γλώσσα, του τερατώδους η οπλή, η πάχνη των φλεόντων δωμάτων2, η αυγή των απόντων πραγμάτων, που είναι το ποίημα.
6. Ποίηση είναι η εμπειρία του ακόμα χειρότερου.
7. Είναι ένα άγνωστο φάσμα, ένα απλό τίποτα, φτιαγμένο από ανάστροφο μέλλον, κλάσμα ήττας λευκής, αδύνατη θεολογία μιας απλής ρωγμής.
8. Η ποίηση, όπως και ο φόνος, πάντα αποτυγχάνει.
9. Το ποίημα και η επιστροφή του απωθημένου: Denn das Schöne ist nichts als desSchrecklichen Anfang.3 Και η τομή των άηχων φτερών τους τη νύχτα.
10. Στη ρωγμή της απόλυτης φρίκης, της καταστροφής και της έλλειψης ανθίζει το ποίημα.
11. Η ποίηση είναι πάντα μια απότομη λύπη.
Μια λεκτική έλξη, μια πτώση φτιαγμένη από απάρνηση, μια ανύπαρκτη απόκλιση, η αδύνατη επιστροφή ενός λεπτού κειμένου, ενός απωθημένου Αγγελου / Benjamin / επί του συμπτώματος εκείνου της γραφής που λέγεται ποίημα.
12. Το ποίημα είναι της απουσίας η απώτατη αφή. Οπως έλεγε ο Lacan, το ασυνείδητο είναι η πολιτική. 4
13. Σαν την γάτα του Schrödinger το ποίημα ή θα το απολαμβάνει μιας άρρητης ύλης η πείνα ή θα ίπταται άφωνο σαν απάνθρωπο κύμα επί των υδάτων.
Κυρίως από αυτά που δεν λέει αρπακτικότατο προχωράει το ποίημα. Εάν όχι από αυτό που δεν λέγεται.
14. Κβαντική μηχανική του αενάως αόρατου επί μιας διχασμένης γραφής.
Το πείραμα της διπλής ρωγμής: Engel (sagt man) wüßtenoft nicht, ob sie unter Lebenden gehen oder Toden.5
15. Η ποίηση δεν έχει καμία ουσία. Είναι καθαρή επανάληψη.
16. Σύννεφα απαστράπτουσας μνήμης: Aby Warburg.
1. «Ein jeder Engel ist schrecklich», Rainer Maria Rilke, «Οι Ελεγείες του Ντουίνο» (1923), πρώτη Ελεγεία, στ.7
2. «…φλεόντων δωμάτων υπέρφευ…», Αισχύλος, Αγαμέμνων
3. «Διότι το ωραίο δεν είναι παρά του φρικτού η απαρχή…» Rainer Maria Rilke, «Οι Ελεγείες του Ντουίνο» (1923), πρώτη Ελεγεία, στ.4-5
4. Jacques Lacan, Seminar XIV,La logique du fantasme (10. 05.1967): « Je ne dis même pas que « la politique c’est l’inconscient » – mais, tout simplement : l’inconscient c’est la politique ! ».
5. «Οι Αγγελοι (λένε) δεν ξέρουν εάν περπατούν ανάμεσα σε ζωντανούς ή νεκρούς», Rainer Maria Rilke, «Οι Ελεγείες του Ντουίνο» (1923), πρώτη Ελεγεία, στ. 82
Επίδεσµοι λευκοί στο σκοτάδι
Μερικοί στίχοι που σώθηκαν:
οι στίχοι δεν είναι
οι ασπίδες της τύχης;

Μερικοί στίχοι που σηκώθηκαν:
τα απαράµιλλα πουλιά µε τα
οποία σκεπάζουµετα αιώνια µάτια µας.
Εχει εκδώσει τις συλλογές «Κόμικ» (Τα Τραμάκια, 2001), «Η Κίρκη ξαφνικά» (Μεταίχμιο, 2004), «Κινέζικα» (Νεφέλη, 2010), «Τα σκυλιά του Ακταίωνα» (Νεφέλη, 2014), «Τίγρεις σε ενυδρείο» (Σαιξπηρικόν, 2016) και «Το μάτι και η νύχτα» (Νεφέλη 2016).