Παιδιόθεν, που λέγαν οι παλιοί, το έκανα σαν τάμα, την Πρωτοχρονιά ανήμερα, να την αφιερώνω στους μεγάλους ποιητές. Ενα δώρο προσωπικό στον εαυτό μου, έτσι για να παίρνω κουράγιο, κι όπως λέγαμε στην πατρίδα μου, αμπάριζα. Και δεν έκανα ανθολογία, αφιέρωνα τη χρονιά σ’ έναν μόνο ποιητή. Οι αρχαίοι Αθηναίοι έτσι χρονολογούσαν την πορεία τους στον χρόνο. Εδιναν στη χρονιά το όνομα ενός συμπολίτη τους. Του επώνυμου άρχοντα π.χ. Επί επώνυμου άρχοντα Ευδόξου συνέβη αυτό το γεγονός, οι ιστορικοί αργότερα ταύτισαν αυτές τις επώνυμες χρονιές με την επικρατήσασα αριθμητική, π.Χ. και μ.Χ. χρονολόγηση.

Η ταπεινότητά μου στην επαρχία όπου γεννήθηκα και όπου είχα την τύχη να έχω μια πλούσια πατρική βιβλιοθήκη συνήθισα κάθε Πρωτοχρονιά και τις μέρες που την ακολουθούσαν έως τα Φώτα και του Αϊ-Γιαννιού να ονομάζω τη χρονιά με έναν από τους ποιητές μας.

Κορνάρος, Χορτάτζης, Βηλαράς, Ρήγας, Σολωμός, Κάλβος, Ραγκαβής, Παπαρρηγόπουλος, Σούτσος, Παλαμάς κ.λπ.

Επειδή έχουν από τότε περάσει πάνω από εβδομήντα χρόνια, μερικοί ποιητές επανήλθαν. Ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, ο Σεφέρης (συχνότερα) έγιναν κάτι σαν φάρος για να στέλνουν στο πιλοτήριο της «Αργώς» μου το φως του, σχίζοντας τα σκοτάδια και δείχνοντας την πορεία μέσα στο συνήθως τρικυμιώδες πέλαγος της εποχής που η μοίρα και η τύχη μού έταξαν να ταξιδεύω. Εξάλλου βρίσκω άκρως πολύτιμη μια κινεζική κατάρα: «Σε καταριέμαι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσα εποχή»!

Φέτος την Πρωτοχρονιά ο επώνυμος ποιητής μου για άλλη μία φορά ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Κι αυτός έζησε και βίωσε την καταραμένη χρονική του διαδρομή (1900-1971). Για μένα η μέρα και η χρονιά που έφυγε από τη ζωή είναι μέρα και χρονιά κάπως γενέθλιες. Πριν πάω να προσκυνήσω την εκτεθειμένη δημόσια σορό του στην Πλάκα, σε μέρες σκοτεινές, με την Ασφάλεια –χωρίς να κρύβεται –να σημειώνει όσους προσέρχονταν να τιμήσουν το σκήνωμά του, είχα κατέβει τα σκαλοπάτια του «Βήματος», όπου ο τότε αείμνηστος διευθυντής Ανδρέας Δημάκος μού ανακοίνωσε πως ο μεγάλος Αγγελος Τερζάκης αποχωρώντας από τη θεατρική κριτική του στήλη με είχε συστήσει για διάδοχό του. Φεύγοντας συγκινημένος, με καλωσόρισαν ο Λέων Καραπαναγιώτης, ο Μπουσμπουρέλης, ο Κωστής Σκαλιόρας (όλοι, αλίμονο, φευγάτοι πια) και ο Γιώργος Ρωμαίος, καλά να είναι και να τα λέμε συχνά.

Φέτος ήρθε πάλι ως υπαρξιακή ανάγκη η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, ενός ανθρώπου που –πλάι σε άλλους μεγάλους επίσης ομοτέχνους του –το έργο του αποτελεί ημερολόγιο μιας θητείας σε μια χώρα ταμένη αρχαιόθεν στο τραγικό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τρεις συλλογές του τιτλοφορούνται «Ημερολόγια καταστρώματος», δηλαδή αέναες επαναλήψεις της καταγωγικής «Οδύσσειας», του πρώτου έπους της ανθρωπότητας που είδε την Ιστορία σαν ταξίδι γεμάτο από συναντήσεις με Σειρήνες, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και θυμωμένους Ποσειδώνες, για να θυμηθούμε και τον άλλο μεγάλο μεσάζοντα, τον Καβάφη.

Η μεγάλη ποίηση του τόπου μας είναι ποίηση εθνική και να μου κάνουν τη χάρη κάποιοι ηλίθιοι να μας αφήσουν να χαιρόμαστε αυτόν τον όρο, ως όρο υπάρξεως. Από τον Ρήγα ώς τον Σολωμό και τον Κάλβο, από τον Παλαμά, τον Σικελιανό, από τον Βάρναλη ώς τον Καβάφη, από τον Καρυωτάκη ώς τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη και από τον Ρίτσο και τον Βαλαωρίτη ώς τον Βρεττάκο, από τον Κατσαρό ώς τον Λειβαδίτη και τον Λεοντάρη, από τον Κώστα Μύστη (της Κύπρου) ώς τον Παπαδίτσα, από τον Παπατσώνη και τον Σινόπουλο ώς τον Πατρίκιο, από τον Σαχτούρη ώς τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη (της Κύπρου), η ποίησή μας καλλιέργησε τον αγρό της ιστορικής μοίρας του γένους. Πλάι στους επίσης μεγάλους ποιητές του καθαρού λυρισμού, της υπαρξιακής αγωνίας, της ερωτικής έξαψης, του μόχθου της ζωής και της μοιραίας προς θάνατον οδού, οι ποιητές της ιστορικής μνήμης, των ιστορικών λαθών, των ηττών, των ταπεινώσεων και των μαρτύρων μάς έμαθαν οι «Ιθάκες τι σημαίνουν». Σήμερα λοιπόν επανέρχεται στην επικαιρότητα της εθνικής πληγής ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη. Ασχολίαστος, ευθύς, τίμιος και ουσιώδης. Για να επιβεβαιώσει μια ανάγκη που ένας άλλος ποιητής, ο Μιχάλης Κατσαρός, μας την επέβαλε ως επιταγή και ευχή – κατάρα: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία».

Σεφέρης λοιπόν:

«Διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό».

«Η μέρα φόρεσε τη νύχτα, όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα».

«Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;».

«Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;».

«Χωρίς αφή, χωρίς ανθρώπους, μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας ούτε δική σας».

«Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές –μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές».

«Λυπήσου τον σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα από τα μάρμαρα χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας».

«Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα».

«Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;».

«Δεν θέλαμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος».

«Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937» –ογδόντα χρόνια πριν, συνέλληνες!

«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη».

«Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου».

«Βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος. Παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο. Εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».

«Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς».

«Τον συνηθίσαμε –δεν αντιπροσωπεύει τίποτε

σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει

και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δεν βρίσκω

τίποτε που να μην το έχετε συνηθίσει.

Προσκυνώ».

«Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη…

Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».

«Αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς νέμεση μοίρα

ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο κι απάτη

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων».

«Ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο».

«Τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς».

«Κάποιος άγνωστος ανώνυμος που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει

κουφάρια, δεν το ‘χει μες στη μοίρα του

ν’ ακούσει πως τόσος πόνος, τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο

αδειανό, για μιαν Ελένη».

«Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι».

«Δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας».

«Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις πονεί».

«Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε».

«Σαν φάγαμε καλά, πέσαμε εδώ στα χαμηλά, ανίδεοι και χορτάτοι».

«Φυραίνει ο τόπος ολοένα».

«Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο».

«Τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά».

«Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου».