«Από τα σημάδια που σου αφήνει ο χρόνος καθώς περνάει σαν οδοστρωτήρας από πάνω σου, ποιο είναι το οδυνηρότερο;» αναρωτιόταν μια παρέα πενηντάρηδων σε εορταστικό τραπέζι.
Οι αρχικές απαντήσεις υπήρξαν οι αναμενόμενες. Κάποιος ανέφερε τα προβλήματα υγείας που ολοένα πληθαίνουν –πόνοι εδώ, πιασίματα εκεί –ή αναπτύσσονται ύπουλα και σκάνε ένα πρωί με τη μορφή καρκίνου ή εμφράγματος. Ενας άλλος μίλησε για τις έγνοιες που συσσωρεύονται –σπουδές παιδιών, φροντίδα υπέργηρων γονέων, σκοτούρες στη δουλειά είτε κατάθλιψη λόγω ανεργίας, «μετράς διαρκώς τις μέρες, τα λεφτά, τις θερμίδες, ζαλίζεσαι στο τέλος και μπερδεύεις τις τιμές της χοληστερίνης με την τιμή της βενζίνης, άι σιχτίρ!» Ο τρίτος της ομήγυρης έπλεξε ένα –γεροντικού ύφους –εγκώμιο προς τα νεανικά μας όνειρα τα οποία διαψεύστηκαν ή ξεθώριασαν, για τον ρομαντισμό μας στα δεκάξι, τον καλπασμό μας στα είκοσι έξι, τον ψευτοκυνισμό μας στα τριάντα έξι, ώσπου –εκεί, γύρω στα σαράντα –το χωνέψαμε πως ούτε ο κόσμος έχει πλαστεί για εμάς ούτε μπορούμε να τον φέρουμε στα μέτρα μας.
«Η χλιαρότητα είναι το χειρότερο!» είπα όταν ήρθε η σειρά μου. Η άμβλυνση των γωνιών. Θυμάστε τι μας έλεγαν οι δάσκαλοι στο σχολείο; Πρέπει πριν μιλήσουμε να βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό μας. Βρίσκαμε τότε τη συμβουλή τους τουλάχιστον ηλίθια, αν όχι και ευνουχιστική. Να χαλιναγωγούμε δηλαδή μόνοι μας τους εαυτούς μας; Να μην ξεστομίζουμε ό,τι σκεφτόμαστε και κυρίως ό,τι αισθανόμαστε; Να μην είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να τσακωθούμε, να ερωτευτούμε, να αφοσιωθούμε ψυχή τε και σώματι στην τάδε ιδέα ή στη δείνα τέχνη, έστω και αν το πάθος μας εξατμιζόταν μια βδομάδα αργότερα; Να θυσιάσουμε ό,τι πολυτιμότερο, τον αυθορμητισμό μας; Σε ποιο βωμό και με ποιο δέλεαρ;
Και όμως, σταδιακά, ανεπαίσθητα, να που το κάναμε. Να που μάθαμε να βουτάμε τη γλώσσα μας στο μυαλό. Να υπολογίζουμε προτού εκφραστούμε, προτού δράσουμε, και τις απώτερες ακόμα συνέπειες των λόγων και των πράξεών μας. Εθιστήκαμε στην αυτολογοκρισία. Φτάσαμε να την ονομάζουμε ωριμότητα, κομψότητα τρόπων.
«Σε λυπάμαι!» στράφηκα ξαφνικά στον διπλανό μου. «Βρίσκω την καθημερινότητά σου πιο στενή κι από κορσέ. Τη σύζυγό σου μια κορακαηδόνα η οποία ανέχεται την υφέρπουσα ομοφυλοφιλία σου μόνο επειδή της παρέχεις υλική ασφάλεια. Τις μουσικές που γράφεις εντελώς ανέμπνευστες, εκτός όταν τις κλέβεις! Δεν πρόκειται όμως να σου το πω ποτέ. Κι εσύ –ομολόγησέ το –δεν έχεις καλύτερη γνώμη για μένα. Με θεωρείς υπερτιμημένο και υπερόπτη, στομφώδη μέχρις αηδίας, συναισθηματικά αστοιχείωτο, έναν φουσκωμένο –εν ολίγοις –ασκό. Εάν μιλούσαμε ειλικρινά ο ένας στον άλλον, εντός δευτερολέπτων θα πλακωνόμασταν στο ξύλο, θα χάλαγαν η ζαχαρένια μας και η όμορφη ρεβεγιόν, θα φαντάζαμε –το χειρότερο –γραφικοί. Προς τι; Κάλλιο να ανταλλάσσουμε με ψευτοεγκάρδιο ύφος κοινοτοπίες, να συζητάμε για μπάλα και για πολιτική, να νοσταλγούμε την εφηβική φιλία μας».
«Σε γουστάρω και με γουστάρεις!» κοίταξα στα μάτια την απέναντί μου. «Το ξέρουμε, το νιώθουμε ώς το μεδούλι από πρόπερσι το καλοκαίρι. Ομως δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα για αυτό. Ποτέ. Εχουμε τα παιδιά μας, έχουμε τις ισορροπίες –συναισθηματικές και άλλες –που με τόσο κόπο διαμορφώσαμε, έχουμε υπερβολικά πολλά να ρισκάρουμε. Περιοριζόμαστε συνεπώς σε κάποια υπονοούμενα, που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως αστεία. Ακόμα και αν αποφασίζαμε να απιστήσουμε στα ταίρια μας, θα πηγαίναμε με ανθρώπους που επ’ ουδενί θα κινδυνεύαμε να τους ερωτευθούμε».
«Αυτό μας κάνει ο καταραμένος ο χρόνος, φίλοι μου. Μας καταντάει χλιαρούς. Λίαν προσεχώς και νερουλούς» ύψωσα το ποτήρι. «Εύχομαι εντούτοις πάρα πολλά τα έτη μας. Είθε να γίνουμε όλοι εσχατόγεροι. Εχετε δει κάτι ενενηντάρηδες που πέρδονται ανεξέλεγκτα, που τους ξεκολλούν οι μασέλες, που κλαίνε και γελάνε χωρίς προφανή λόγο; Οι νεότεροι τους νομίζουν σε άνοια. Λάθος οικτρό! Στο παραπέντε, αίρονται απλώς οι αναστολές του ανθρώπου. Σταματάει η αυτολογοκρισία. Μακάρι να αποχαιρετήσουμε όλοι μαζί τη ζωή, καβγαδίζοντας και ερωτοτροπώντας. Ευτυχισμένο το 2060!».