Ο Αργύρης Μπακιρτζής έγραψε ένα τραγούδι για γνωστό φίλο μας Θεσσαλονικέα που λέει σε μια στροφή: «Ψάχνεις να βρεις το ταίρι σου και την επιτυχία, μα το δικό σου γκραν σουξέ είν’ η αποτυχία». Το είπε αλλιώς ο Μάρκος: «Με πόνους και με βάσανα με προίκισε η φύσις». Τον προίκισε, δεν τον ταλαιπώρησε, διότι ο Μάρκος ήτανε καλλιτέχνης, οπότε πήρε τον ψύλλο και τον έκανε αηδόνι.
Ολα έχουν διπλή όψη. Τα πάντα μεταλλάσσονται, κυρίως στην πολιτική. Η αποτυχία και η μιζέρια γοητεύει ουκ ολίγους, όπως η απλυσιά έχει μια διάσταση καθαρού θριάμβου για άλλους και μια χροιά διαλεκτικής. Και δεν είναι ασύνηθες διάφορες μεγάλες εταιρείες παγκοσμίως να μετατρέπουν αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα σε ρεύματα μόδας. Ενδεικτική η επιτυχία της φωτογραφίας του Τσε σε μπλουζάκια και σε αφίσες που μοσχοπουλούν ακόμα περισσότερο και απ’ το τελευταίο i-Phone.
Τα σκισμένα τζιν των φτωχών εργατών τα φορούν τώρα ως έσχατο μοδάτο στυλ ακόμα και δισεκατομμυριούχοι, ενώ η ήττα και η θυματοποίηση είναι σύνηθες εργαλείο άσκησης νικηφόρας πολιτικής. Σε μας, ξεπερνώντας τον οπορτουνισμό, είναι ορατή η μεταβολή της γενιάς της ήττας σε γενιά της πίτας (κατά το κοινώς λεγόμενο) και είναι γνωστή η απέχθεια του θεατή για τους ισχυρούς και η συμπάθειά του στον αποτυχημένο ήρωα –το είπε αντίστροφα ο Μ. Καραγάτσης: «Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που στηρίζεται στον φθόνο».
Ο θεατής θέλει να νικήσει ο ταλαιπωρημένος πρωταγωνιστής, αλλά αν το κάνει, τότε τον φθονεί, όπως οι θεοί φθονούσαν τους ανθρώπους, όταν αυτοί φαινόντουσαν άγαν ευτυχισμένοι, έβγαζαν πολλά χρήματα (γι’ αυτό ο Σώρρας τα μοιράζει), αποκτούσαν μεγάλη δύναμη, είχαν όμορφες γυναίκες ή έβαζαν γκολ. Τότε ο Δίας έστελνε έναν μεταμφιεσμένο υποτακτικό να τους τσακίσει για να μην παίρνουν, ως θνητοί, πολύ αέρα και αρχίσουν να έχουν φιλοδοξίες ακόμα και για τον Ολυμπο. Και είχαν δίκιο οι θεοί: μήπως τώρα δεν πιστεύουν κάποιοι ότι θα αλλάξουν την Ευρώπη (που απεχθάνονται), ενώ δεν μπορούν να διαχειριστούν τίποτε ούτε καν εντός της αυλής τους παρά ως μπούμερανγκ;
Σε μας ακόμα και οι επιτυχημένοι φθονούν τους κάπως πιο επιτυχημένους, τους γείτονες που έχουνε πάνω από μια κατσίκα –κυριαρχεί μια κλιμάκωση της έννοιας του διαβαθμισμένου κουλάκου. Ενας υφέρπων κοινωνικός αυτοματισμός που από παλιά ένας αρχαίος σοφός τον διατύπωσε με μια φράση: «Οι Ελληνες το τε ευτυχέειν φθονούσι και το κρέσσον στυγέουσι». Μου το είπε πιο απλά και συνοπτικά ένας ταξιτζής: «Κύριέ μου, είμαστε κράτος αναπόφευκτον».
Η μοχθηρία δεν δουλεύει μόνο στο ημιυπόγειο. Κι ο ανορθολογισμός αυτών των φαινομένων των οποίων η καταγωγή είναι ψυχαναλυτικής τάξεως και ελάχιστα οικονομικής είναι ορατός στα δεινά που τραβούμε σήμερα: μια πολιτική ομάδα, παρότι βαδίζει διαρκώς από αποτυχία σε ναυάγιο κι από στραπάτσο σε φιάσκο, ψεύδεται ραγδαίως και μοντάρει τουρλωτές επικύψεις στους εταίρους και δανειστές, απολαμβάνει ακόμα την εμπιστοσύνη ενός 15% τουλάχιστον του λαού –ποιος ο λόγος; Ισως να είναι απλός: η αίγλη της αποτυχίας.
Κακόβουλοι λένε πως ο εν λόγω πολιτικός χώρος έχει έμφυτη ροπή στην ήττα. Ισως να έρπει κάποια αλήθεια σε αυτή την φράση. Πάντως και η ήττα (οι αρχαίοι επινόησαν τον όρο «ήττα εν λαμπρότητι») φαίνεται πως έχει αρκετούς αγοραστές και οπαδούς. Οπως και η κατάθλιψη που, κατά τον Βασίλη Παπαβασιλείου, είναι ένα είδος ναρκισσιστικής αυτοαπονομής ευσήμων ανωτερότητας. Η μιζέρια είναι πάντα μια γοητευτική υπόθεση, όπως ο κακομοίρης εραστής που εγείρει αισθήματα μητρότητας κι έτσι οδηγεί την κυρία στην κλινοπάλη.
Το κλάμα αποζητεί το μελό και το απολαμβάνει. Η αυτοσυντριβή ενέπνευσε ένα σωρό κόσμο στην Ιστορία. Για δέστε αυτούς τους νεαρούς ισλαμιστές με τι ερασιθάνατο ενθουσιασμό αυτοανατινάζονται. Ακατανόητο; Οχι. Διότι η αυτοκαταστροφή και τα δάκρυα είναι μια μορφή απόλαυσης. Οπως το φρικιό ρέπει προς την ακαταστασία, το περιθώριο, τις παλιατσαρίες, την απλυσιά και την άρνηση και θα ήθελε η ζωή και η μουσική να είχαν σταματήσει στην εποχή της Πόλυς Πάνου.
Θεωρητικός υποστηρίζει πως οι εν λόγω από ένστικτο ηττώνται, εφόσον μέσα στην ήττα (που την κατέχουν καλύτερα) αισθάνονται ανετότερα, με βάση και μια μεταλλαγμένη ταξική αντίληψη. Ακολουθεί η θρηνητική αυτοθυματοποίηση, η θεωρία περί «κακών νικητών», «το παλέψαμε αλλά χάσαμε» και όλη η γνωστή φιλολογία, συν την κινητοποίηση των μηχανισμών της θυσιαστικής – ιεραποστολικής ψυχολογίας που συναντάται συνήθως στους απανταχού μουτζαχεντίν. Ο Αλλάχ είναι πάντα μεγάλος και έχει πολλές εκφάνσεις –μπορεί να ντυθεί μέχρι κι Αϊ-Βασίλης όπως πρόσφατα στην Πόλη.
Αχ, Ναργκίς και γη ποτισμένη με ιδρώτα. Οπως είπε και ο ηγέτης, είμαστε ένας λαός με αξίες, περίσσεια ψυχής, αγάπης κ.τ.λ. Διότι τώρα ο πολιτικός λόγος δεν έχει πέραση. Ενώ η δυστυχομανία είναι πάντα στη μόδα. Μπορεί οι ξένοι να είναι ισχυροί, να φτιάχνουν καλά μπουλόνια και Mercedes Compressor, αλλά εμείς είμαστε ανώτεροι, ως έντιμοι, με καθαρό κούτελο και πληγωμένη λαϊκή ψυχή, όπως κάποτε ο Νίκος Ξανθόπουλος. Περιούσιοι με προοδευτική κατεύθυνση.
Για τα λοιπά ευθύνεται η άδικη κοινωνία αποκλειστικά. Η κακόψυχη Ευρώπη. Ετσι συμβαίνει ανέκαθεν: τραβούμε την ουρά του διαβόλου και μετά λέμε ότι φταίει ο διάβολος. Γι’ αυτό δικαιώνεται πιθανώς και η άποψη που λέει ότι η κρίση είναι θέμα κληρονομικότητας. Συνεπώς και η ήττα προβάλλεται πάλι ως προνόμιο από τη νέα γενιά της πίτας.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα «Υπουργός Νύχτας» (εκδόσεις Πατάκη)