Στα πρώιμα νεανικά μου χρόνια είχα τη μεγάλη τύχη να δουλέψω στη δισκογραφική εταιρείαLyraτου Αλέκου Πατσιφά. Ενα «σχολείο» πολιτισμού στο οποίο μπαινόβγαιναν καθημερινά ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Μούτσης, ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος, ο Παπαστεφάνου αλλά και ο Ρασούλης, η Μοσχολιού, η Μπέλλου, ο Μουφλουζέλης (για να αναφέρω ενδεικτικά κάποιους). Ηταν η εποχή που οι νεορεμπέτικες κομπανίες ξεφύτρωναν η μια μετά την άλλη, το «ρεμπετάδικο» καθιερωνόταν ως όρος στο λεξιλόγιο της νυχτερινής διασκέδασης, ο Σαμπάνης στα Πατήσια είχε ουρές επτά ημέρες την εβδομάδα, ενώ «Η εκδίκηση της γυφτιάς» και τα «Δήθεν» (το αποτέλεσμα της δισκογραφικής συνεργασίας Ξυδάκη – Ρασούλη σε παραγωγή Σαββόπουλου) σκαρφάλωναν στα τοπ της εποχής.
Για άλλη μία φορά λοιπόν είχε αναζωπυρωθεί η σύγκρουση μεταξύ λαϊκού και έντεχνου. Παρακολουθώντας τις συζητήσεις εκείνων των σπουδαίων ανθρώπων, συνειδητοποίησα αυτό στο οποίο, κατά κανόνα, κατέληγαν οι ευγενείς μεταξύ τους κόντρες. Στο ότι δηλαδή πρόκειται για την πιο επινοημένη κόντρα του νεοελληνικού πολιτισμού κι αυτό κυρίως επειδή η έννοια του λαϊκού διαστρεβλώνεται από εποχή σε εποχή, ανάλογα με τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά τον Δήμο Μούτση να λέει ότι ο Μπετόβεν και ο Βαμβακάρης δεν έχουν αντίστοιχη μουσική αξία, αλλά έχουν την ίδια μουσική ποιότητα.
Εχοντας κατά νου αυτόν ακριβώς τον αποσυσχετισμό της αξίας από την ποιότητα, παρακολούθησα τη (διαδικτυακή κυρίως) κόντρα για την ερμηνεία του «Ευαίσθητου ληστή» από την Πάολα και την άκριτη λογοδιάρροια περί λαϊκού που κρατάει ακόμη.
Οι αποψάκηδες του πληκτρολογίου μπερδεύουν μέσα στα ίδια προχειρογραμμένα κείμενα τη σχέση του Χατζιδάκι με το ρεμπέτικο, τη φάρσα με τον Φλωρινιώτη και την τσιφτετελιάδα της δεκαετίας του 1980, για να καταλήξουν, υπερασπιζόμενοι τη λαϊκότητα της Πάολας, στο ανάθεμα εναντίον όσων δεν εκστασιάστηκαν με τη συγκεκριμένη ερμηνεία.
Ή το αντίθετο, αμυνόμενοι ως προς την επέλαση του σκυλάδικου. Διαδικτυακοί νάρκισσοι που προσπαθούν να αποδώσουν την έννοια του λαϊκού μέσα από την ερμηνεία τουpopular, μπερδεύοντας την έννοια της ευρείας αποδοχής που εμπεριέχει ο αγγλοσαξονικός όρος με την απουσία διαμεσολαβητή μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού που υπονοείται στην καθ’ ημάς λαϊκότητα. Και μεταξύ μας, μια χαρά η Πάολα, δεν λέω, αλλά πρόκειται για «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα στρατιάς διαμεσολαβητών, από σκηνοθέτες μέχρι κομμώτριες.
Γι’ αυτό καλοτυχίζω τον εαυτό μου. Γιατί έχω ακούσει με τα αφτιά μου τον Χατζιδάκι να λέει πως όταν προσπαθείς να περιγράψεις το λαϊκό, το έχεις ήδη σκοτώσει, και να συμφωνεί με τον Πατσιφά που υποστήριζε ότι ο μεγάλος εχθρός του λαϊκού δεν είναι το έντεχνο αλλά το ελαφρολαϊκό.
Το αξάν της εποχής μας δηλαδή, και όχι μόνο στο τραγούδι. Ετσι, λοιπόν, από τον σύγχρονο αχταρμά προτιμώ να κρατήσω τον ορισμό του τραγουδιστή Βασίλη Καρρά, ότι δηλαδή το έντεχνο είναι το «Αλλα λέω κι άλλα κάνω» (στίχος από την «Πριγκιπέσα» του Μάλαμα), ενώ το λαϊκό το «Αλλα λέω κι άλλα κάνεις».