Στις 10 Ιανουαρίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλείνει έναν χρόνο στην προεδρία της ΝΔ. Είναι ο μόνος πρόεδρος της συντηρητικής παράταξης που ψηφίστηκε και από ευρύτερες δυνάμεις, από πολίτες που άφησαν στο πλάι ιδεολογικές διαφωνίες τους προκειμένου να ανοίξουν μια χαραμάδα στις ελπίδες για ανάκαμψη μέσω της ανασυγκρότησης της χώρας και, κυρίως, της πίστης στον ευρωπαϊκό δρόμο. Τους δικαίωσε;
Η αλήθεια είναι ότι η ΝΔ του Κυριάκου άλλαξε πίστα. Η ιδιαίτερη πολιτική ανοχή που στο παρελθόν ανεχόταν επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ και, κάποτε κάποτε, τις στήριζε στο όνομα μιας δήθεν εθνικής προσπάθειας ανάκαμψης υπό τον Αλέξη Τσίπρα, έπαψε να υφίσταται. Το κόμμα έπαψε να ταυτίζεται με τον Καραμανλή, τον Σαμαρά ή τον Μεϊμαράκη. Μετατράπηκε σχετικά γρήγορα σε μια κυβερνητική δύναμη με αυτόνομες, δικές της προτάσεις. Ωστόσο, η ΝΔ του Κυριάκου δεν μετατράπηκε στο αμιγώς φιλελεύθερο κόμμα που διεκδικούσαν πολλοί από τους «εξωτερικούς» ψηφοφόρους του. Εν πολλοίς, εύλογο. Ενα πολυσυλλεκτικό κόμμα δεν το τεμαχίζεις, δεν αποκλείεις στελέχη, δεν το ευθυγραμμίζεις με τη δική σου ιδεολογική καθαρότητα –και η αποκαθήλωση του Φαήλου Κρανιδιώτη, απλώς, ήταν μια ευκαιρία να δείξει τις οριακές διαφορές ενός ευρωπαϊστικού κόμματος με τον επιθετικά χυδαίο εθνικισμό, ένας συμβολισμός χαμηλού κόστους.
Η πολιτική του Κυριάκου για τη ΝΔ, λοιπόν, συμπυκνώνεται στο σύνθημα «η ισχύς εν τη ενώσει». Εύλογος στόχος, δεδομένου ότι χρειάζεται όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις στην πιθανότητα μιας εκλογικής αναμέτρησης. Ο Κυριάκος, ορθώς, προσανατολίστηκε πολύ νωρίς σε αυτή την αναμέτρηση, κρατώντας σε εγρήγορση τα κομματικά στελέχη του με ζαχαριαδικό τρόπο: «Με το όπλο παρά πόδα». Το παράγγελμα είναι σαν να ανανεώνεται κάθε φορά που στις κοινοβουλευτικές αναμετρήσεις ο πρόεδρος της ΝΔ ζητεί εκλογές.
Αν και η γραμμή αυτή φαίνεται να δουλεύει, το κόμμα μοιάζει να προδίδεται από τα στελέχη του. Συχνά, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ευκαιριακή, άτολμη, μη συνεπής. Πολλές φορές, οι σκιώδεις υπουργοί που ελέγχουν το κοινοβουλευτικό έργο στερούνται όχι απλώς οραματικού προγραμματισμού αλλά ακόμη και στοιχειώδους αντιπολιτευτικού πνεύματος. Η τακτική ήξεις αφήξεις σε θέματα όπως, π.χ., η προσπάθεια του Πάνου Καμμένου να ηγηθεί μιας άτυπης εθνικής ενότητας συμβολοποιημένης στην απόπειρα συνεδρίασης της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας στο Καστελλόριζο (η ΝΔ την ψήφισε στη Βουλή πριν διαφοροποιηθεί όταν έγινε επιτέλους κατανοητός ο στόχος), δείχνει ελλιπή πολιτικά αντανακλαστικά. Συχνά, επίσης, ο αντιπολιτευτικός λόγος ακολουθεί αποκαλύψεις του Τύπου, αντί να τροφοδοτεί τον Τύπο με αντιπολιτευτικά επιχειρήματα. Πιθανόν, γρήγορα αντανακλαστικά να διαθέτουν οι νέες δυνάμεις που ο Κυριάκος υποσχέθηκε ότι θα αναδείξει, πρόσωπα με κατάρτιση και εξειδικευμένες γνώσεις στους διάφορους τομείς άσκησης της πολιτικής. Τα πρόσωπα αυτά, αν υπάρχουν, θα είναι αργά αν μπουν στη μάχη προεκλογικά, ιδίως μάλιστα αν οι εκλογές προκηρυχθούν σύντομα.
Και ακόμα μία παρατήρηση. Ο Κυριάκος επιδιώκει, και σωστά, μια πολυκομματική κυβέρνηση ανάκαμψης, ακόμα και αν η ΝΔ μετά τις προσεχείς εκλογές διαθέτει αυτοδυναμία. Σωστό –η ενότητα, έπειτα από χρόνια πόλωσης και διχασμού, είναι προϋπόθεση ανάκαμψης αλλά και πάλης με τους ριζοσπαστικούς αναχρονισμούς, ακροδεξιούς και ακροαριστερούς, που θα διεκδικήσουν ακόμα μία φορά έκφραση, όχι τόσο στους θεσμούς αλλά «στον δρόμο του αγώνα». Ωστόσο, η ΝΔ παραμένει ιδεολογικά νεφελώδης. Σύμφωνοι, θα μειωθούν οι φόροι για να δοθούν επενδυτικά κίνητρα στις παραγωγικές δυνάμεις. Ωστόσο, καθυστερεί πολύ η επεξεργασία οραματικών μέτρων για την Ελλάδα της ανάκαμψης και αυτό κλονίζει ιδιαίτερα όσους δεν αρκούνται στην υπόσχεση της λύσης, αλλά στην περιγραφή της.