Στις 20 Ιανουαρίου ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκιστεί 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν θέλω να πω «σας τα έλεγα», αλλά η εκλογή του δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Οπως έχω αναφέρει στο βιβλίο μου του 2002 «Globalization and its Discontents», οι πολιτικές που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης έβαλαν τους σπόρους μιας ευρείας αντίδρασης. Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι τις εκλογές κέρδισε υποψήφιος από το ίδιο εκείνο κόμμα που πίεσε για διεθνή οικονομική και εμπορική ενοποίηση, υποσχόμενος ότι θα αποδομήσει την ενοποίηση αυτή.

Φυσικά δεν υπάρχει επιστροφή. Πλέον η Κίνα και η Ινδία έχουν ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία και οι τεχνολογικές καινοτομίες μειώνουν παγκοσμίως τον αριθμό θέσεων εργασίας στη βιομηχανία. Ο Τραμπ δεν μπορεί να φέρει πίσω τις καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας της βιομηχανίας που υπήρχαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Μπορεί μόνο να πιέσει για περισσότερη πρόοδο στη βιομηχανία, που απαιτεί υψηλότερες δεξιότητες και λιγότερους εργαζομένους.

Ταυτόχρονα η ένταση των ανισοτήτων θα συνεχίσει να τονώνει το ευρύ αίσθημα απελπισίας που υπάρχει, ειδικά ανάμεσα στους λευκούς ψηφοφόρους στο κέντρο της Αμερικής οι οποίοι εξέλεξαν τον Τραμπ.

Τα πρώτα τρία χρόνια της λεγόμενης ανάκαμψης της οικονομίας μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2011, το 91% των κερδών κατέληξε στο 1% του πληθυσμού. Ενώ οι τράπεζες της Γουόλ Στριτ διασώθηκαν με δισεκατομμύρια δολάρια των φορολογουμένων, οι ιδιοκτήτες κατοικιών έλαβαν ελάχιστα. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν έσωσε μόνο τις τράπεζες αλλά και τους τραπεζίτες, τους μετόχους και τους ομολογιούχους. Η ομάδα του για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής γύρισε την πλάτη στους κανόνες του καπιταλισμού για να σωθεί η ελίτ, επιβεβαιώνοντας την υποψία εκατομμυρίων Αμερικανών ότι το σύστημα είναι «στημένο» όπως θα έλεγε ο Τραμπ.

Η ένταση των ανισοτήτων, το άδικο πολιτικό σύστημα και η κυβέρνηση που έλεγε ότι νοιάζεται για τους ανθρώπους ενώ ευνοούσε τις ελίτ δημιούργησαν ιδεώδεις συνθήκες, τις οποίες εκμεταλλεύτηκε ένας υποψήφιος όπως ο Τραμπ. Παρά το γεγονός ότι είναι πλούσιος, ο Τραμπ δεν είναι μέλος της παραδοσιακής ελίτ και αυτό έκανε πιστευτές τις υποσχέσεις του για «πραγματική» αλλαγή. Δεν αναμένεται όμως να αλλάξει κάτι υπό τον Τραμπ, ο οποίος θα υπερασπίσει τις θέσεις των Ρεπουμπλικανών για τη φορολογία.

Η υπόλοιπη οικονομική ατζέντα του θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν ο πρόεδρος της Βουλής Πολ Ράιαν είναι πράγματι συντηρητικός όσον αφορά τα δημοσιονομικά. Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να συνδυαστούν οι μεγάλες φοροαπαλλαγές για τους πλουσίους με μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, κάτι που θα αυξήσει το ΑΕΠ και θα ενισχύσει τη δημοσιονομική θέση της κυβέρνησης. Αν ο Ράιαν δεν ανησυχεί για το έλλειμμα όσο λέει, τότε θα σφραγίσει την ατζέντα του Τραμπ και η οικονομία θα δεχτεί την κεϊνσιανή δημοσιονομική τόνωση, η οποία είναι απαραίτητη εδώ και καιρό.

Αλλη μια αβεβαιότητα αφορά τη δημοσιονομική πολιτική. Ηδη ο Τραμπ έχει τοποθετηθεί κατά των χαμηλών επιτοκίων –και υπάρχουν δύο κενά στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ –ενώ πολλοί στη Fed επιθυμούν αύξηση των επιτοκίων. Η αναπτυξιακή πολιτική του μπορεί επίσης να υπονομευτεί αν η φορολογική του μεταρρύθμιση αυξήσει τις ανισότητες ή αν εγκαταλειφθεί η δέσμευση της Αμερικής να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Τώρα που οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο, θα είναι σχετικά εύκολο να εξασθενήσει η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, να προχωρήσει η απορρύθμιση στη Γουόλ Στριτ και σε άλλους κλάδους και να αγνοηθούν οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι –όλα αυτά προκαλούν περισσότερη ανισότητα.

Αν ο Τραμπ τηρήσει τις υποσχέσεις και επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα, είναι πιθανό η αμερικανική οικονομία να δεχτεί μεγαλύτερο πλήγμα από την κινεζική. Με βάση το ισχύον καθεστώς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η Κίνα θα μπορεί να προχωρήσει σε αντίποινα όπου επιθυμεί.

Τέλος, πλήγμα στην εποχή του Τραμπ μπορεί να δεχθεί και η εφαρμογή των διεθνών κανόνων. Πώς θα απαντήσει ο νέος πρόεδρος αν στρατεύματα με ρωσική υποστήριξη ανεβάσουν το θερμόμετρο στην Ανατολική Ουκρανία; Η πραγματική ισχύς της Αμερικής προερχόταν πάντα από τις δημοκρατικές της διαδικασίες. Σε όλο τον κόσμο, όμως, έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Οι Δημοκρατικοί, από την πλευρά τους, που έχασαν τις εκλογές θα προχωρήσουν στη δική τους αυτοκριτική. Η Χίλαρι Κλίντον έχασε τις εκλογές επειδή δεν κατάφερε να παρουσιάσει στους ψηφοφόρους ένα πειστικό όραμα, το οποίο να είναι σημαντικά διαφορετικό από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που αγκάλιασε ο Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990. Ακολουθώντας για περισσότερο από μια γενιά την πολιτική στρατηγική του «τριγωνισμού» –το να υιοθετεί δηλαδή εκδοχές της πολιτικής των αντιπάλων του -, το αριστερό αυτό κόμμα δεν μπόρεσε να εμφανιστεί στα μάτια του κόσμου ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στο κόμμα της Δεξιάς.

Οι Δημοκρατικοί θα έχουν μέλλον μόνο αν υιοθετήσουν προοδευτικές πολιτικές που προτείνουν ηγέτες όπως η Ελίζαμπεθ Ουόρεν, ο Μπέρνι Σάντερς και ο Σέροντ Μπράουν. Αυτό θα ενισχύσει τη θέση τους απέναντι στους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι πρέπει να βρουν τρόπο να διαχειριστούν έναν συνασπισμό από ευαγγελικούς χριστιανούς, ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, λαϊκιστές και οπαδούς του απομονωτισμού.

Με την άφιξη του Τραμπ και με τα δύο μεγάλα κόμματα τώρα να επαναπροσδιορίζονται, το 2017 μπορεί να μείνει στην Ιστορία ως έτος που αποτέλεσε καμπή για τις ΗΠΑ αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

O Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι νομπελίστας Οικονομίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Είναι επίσης επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Ρούσβελτ