Μια από τις πιο εντυπωσιακές εξελίξεις του 2016 και της ασυνήθιστης πολιτικής κατάστασης που επικράτησε ήταν η εμφάνιση του κόσμου των «μετα-δεδομένων». Σε αυτόν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση σχεδόν όλες οι πηγές έγκυρης πληροφόρησης και κυριάρχησαν πληροφορίες ύποπτης ποιότητας και προέλευσης.

Η εμφάνιση του Διαδικτύου και του Παγκόσμιου Ιστού στη δεκαετία του 1990 χαιρετίστηκε ως στιγμή απελευθέρωσης και εξάπλωσης της δημοκρατίας διεθνώς. Η πληροφορία αποτελεί ένα είδος εξουσίας και στο μέτρο που η πληροφορία γίνεται πιο φτηνή και πιο προσβάσιμη ο κόσμος θα μπορούσε να συμμετέχει σε τομείς από τους οποίους μέχρι εκείνη τη στιγμή εξαιρούνταν.

Η ανάπτυξη των social media στις αρχές της δεκαετίας του 2000 φάνηκε να επιταχύνει την τάση, να επιτρέπει μαζικές κινητοποιήσεις που προκάλεσαν διάφορες δημοκρατικές «χρωματιστές επαναστάσεις» σε όλο τον κόσμο, από την Ουκρανία και τη Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) έως την Αίγυπτο. Σε έναν κόσμο άμεσης επικοινωνίας οι παλιοί δυνάστες της ενημέρωσης, που ήταν κυρίως καταπιεστικά αυταρχικά καθεστώτα, μπορούσαν τώρα να παρακαμφθούν.

Ενώ υπήρχε κάποια αλήθεια σε αυτή τη θετική αφήγηση, διαμορφωνόταν παράλληλα μια άλλη, πιο ζοφερή. Οι παλιές αυταρχικές δυνάμεις, αντιδρώντας με διαλεκτικό τρόπο, έμαθαν να ελέγχουν το Ιντερνετ, όπως συνέβη στην Κίνα με δεκάδες χιλιάδες λογοκριτές ή με την κινητοποίηση στρατιών από τρολ. Πλημμύρισαν επίσης τα social media με λανθασμένες πληροφορίες, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας. Αυτές οι τάσεις εμφανίστηκαν με εντυπωσιακό τρόπο μέσα στο 2016, γεφυρώνοντας την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική.

Η χώρα που εκμεταλλεύθηκε περισσότερο από όλες τις άλλες τα social media είναι η Ρωσία. Η ρωσική κυβέρνηση διακίνησε πολλές ψευδείς φήμες, όπως ότι ουκρανοί εθνικιστές σταύρωναν μικρά παιδιά ή ότι οι δυνάμεις της ουκρανικής κυβέρνησης κατέρριψαν το αεροσκάφος των Μαλαισιανών Αερογραμμών το 2014. Οι ίδιες αυτές πηγές ψευδών ειδήσεων επηρέασαν τις συζητήσεις για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, το Brexit και το ολλανδικό δημοψήφισμα για την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, διογκώνοντας ανύπαρκτες ειδήσεις που υπονόμευαν τις φιλευρωπαϊκές τάσεις.

Η χρήση των κακών πληροφοριών από αυταρχικές δυνάμεις θα ήταν αρνητική εξέλιξη από μόνη της, όμως η πρακτική αυτή χρησιμοποιήθηκε ακόμα περισσότερο στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία. Ολοι οι πολιτικοί ψεύδονται ή τουλάχιστον χρησιμοποιούν την αλήθεια προς όφελός τους. Ομως ο Ντόναλντ Τραμπ πήγε την πρακτική αυτή σε νέα ύψη. Ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια με την προώθηση της κατηγορίας ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ –κάτι που ο Τραμπ συνέχισε να υποστηρίζει ακόμα και αφότου ο Ομπάμα έδειξε δημόσια το πιστοποιητικό γέννησής του. Στα ντιμπέιτ ο Τραμπ ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε υποστηρίξει ποτέ τον πόλεμο στο Ιράκ και ότι δεν είχε χαρακτηρίσει ποτέ απάτη την κλιματική αλλαγή. Μετά τις εκλογές διαβεβαίωνε ότι είχε κερδίσει τη λαϊκή ψήφο (την οποία έχασε με διαφορά άνω των τριών εκατομμυρίων ψήφων). Ολα αυτά δεν ήταν απλώς μια άλλη εκδοχή της αλήθειας, αλλά προκλητικά ψέματα που εύκολα μπορούσαν να αποδειχθούν. Το ότι τα υποστήριξε ήταν κακό. Ακόμη χειρότερο όμως είναι πως δεν αντέδρασε κανένας από τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους μπροστά σε αυτή την εξωφρενική και διαρκή ανειλικρίνεια.

Η παραδοσιακή αντιμετώπιση της λανθασμένης πληροφόρησης είναι να αναδεικνύονται οι πραγματικές πληροφορίες οι οποίες θεωρητικά σε μια αγορά ιδεών αναδεικνύονται τελικά στην κορυφή. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον γεμάτο τρολ κόσμο των social media. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το 1/4 έως 1/3 των χρηστών του twitter υπάγεται σε αυτή την κατηγορία. Το Ιντερνετ υποτίθεται ότι θα μας απελευθέρωνε από τους εξουσιαστές και τώρα οι πληροφορίες μας έρχονται από παντού χωρίς να έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οι έγκυρες θα ξεχωρίσουν από τις λανθασμένες.

Υπάρχει ένα πιο σοβαρό πρόβλημα. Γιατί πιστεύουμε στην αλήθεια των γεγονότων παρ’ όλο που ελάχιστοι εξ ημών μπορούμε να τα πιστοποιήσουμε; Επειδή υπάρχουν αντικειμενικοί θεσμοί επιφορτισμένοι με την παραγωγή πληροφοριών τις οποίες εμπιστευόμαστε. Μεγάλες εφημερίδες όπως οι «New York Times» μπορεί να πήραν θέση εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ, όμως διαθέτουν ένα αυστηρό σύστημα εξακρίβωσης των πληροφοριών –κάτι που δεν συμβαίνει με άλλα ΜΜΕ ή τα social media.

Αντίθετα, στον κόσμο του Τραμπ ό,τι λέει εκείνος είναι αλήθεια ακόμη κι αν είναι τεράστιο ψέμα. Μάλιστα, εκείνος και οι υποστηρικτές του καταγγέλλουν τις ειδήσεις του «παραδοσιακού Τύπου» ως άκρως μεροληπτικές.

Η ανικανότητα να υπάρξει συμφωνία ακόμα και για τα πιο βασικά γεγονότα είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης επίθεσης στους δημοκρατικούς θεσμούς –στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και αλλού. Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο οι δημοκρατίες θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα. Στις ΗΠΑ παρατηρούμε μια πραγματική θεσμική παρακμή με ισχυρά λόμπι να μπορούν να προστατεύονται μέσω ενός συστήματος απεριόριστης χρηματοδότησης προεκλογικών εκστρατειών για το Κογκρέσο. Αρα οι πολίτες έχουν δίκιο να οργίζονται.

Κι όμως, στη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας η γενική πεποίθηση ήταν ότι τα πάντα είναι στημένα. Εάν οι εκλογικές Αρχές ανακηρύξουν αυτόν που δεν υποστηρίζεις νικητή, αυτό θα οφείλεται πια σε συνωμοσία της άλλης πλευράς με σκοπό να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Η πεποίθηση πως όλοι οι θεσμοί είναι διεφθαρμένοι οδηγεί στο αδιέξοδο της πλήρους έλλειψης εμπιστοσύνης. Η αμερικανική δημοκρατία, όλες οι δημοκρατίες, δεν θα επιβιώσουν από την έλλειψη πίστης στην πιθανότητα αμερόληπτων θεσμών. Αντίθετα η πολωτική πολιτική αντιπαράθεση θα διαποτίσει κάθε τομέα της ζωής.

Ο Φράνσις Φουκουγιάμα είναι διευθυντής του Κέντρου Δημοκρατίας, Ανάπτυξης και Νόμου στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ