Αν όντως το Κυπριακό είναι μια «ιστορία χαμένων ευκαιριών» όπως πολλοί (ημέτεροι και μη) πιστεύουν, τότε φυσιολογικά προκύπτουν αυξημένες επιφυλάξεις για την κατάληξη των προαγόμενων νέων διαδικασιών επίλυσής του, με αποκορύφωμα τη Διάσκεψη της Γενεύης την επόμενη εβδομάδα. Κατά πόσο δηλαδή αυτές θα προστεθούν τελικά στη μακρά διαδρομή των επάλληλων αδιεξόδων. Εντούτοις, ό,τι και να συμβεί:
1. Θα πρόκειται αναμφίβολα για καθαυτό ιστορική καμπή. Με ορατό το ενδεχόμενο ενός ιστορικού συμβιβασμού, που είναι άλλωστε και το τελικό ζητούμενο. Ως το τέρμα μιας ατέρμονης μέχρι σήμερα διαδρομής. «Στρωμένης με τα πτώματα των εκάστοτε μεσολαβητών» όπως είχε πει ο κορυφαίος αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, όταν ανελάμβανε τον ίδιο ρόλο. Υπογραμμίζοντας με αυτοπεποίθηση ότι ο ίδιος δεν επρόκειτο να προστεθεί σε αυτό τον μακάβριο κατάλογο. Πλην, τελικά, προσετέθη. Και δυστυχώς ακόμη και με βιολογικό τέλος.
2. Οι διαχειριστές των σημερινών διαδικασιών γνωρίζουν τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Και κινούνται μεθοδικότερα. Ιδιαίτερα μετά την αποδόμηση του προηγούμενου σχεδίου τους, του σχεδίου Ανάν. Ξέροντας ότι αυτή τη φορά, είτε με λύση του προβλήματος είτε με αδιέξοδο, θα αναπαραχθούν καταιγιστικές μετεξελίξεις και μάλιστα σε περιφερειακό επίπεδο. Με αναδιάταξη των ισορροπιών. Και αναδιανομή στρατηγικών ερεισμάτων και ρόλων. Θετικών στην πρώτη περίπτωση. Αν δηλαδή «τους βγει». Καταλυτικών στη δεύτερη. Και με τη μη λύση να αποβαίνει δυνάμει λύση! Στη βάση δηλαδή των γεωπολιτικών τετελεσμένων.
Στην πρώτη λοιπόν περίπτωση –και με βάση αποδεκτό πλαίσιο «ισομερούς κατανομής» –θα προκύψει νέο πολιτειακό σχήμα. Με ομόσπονδη δομή και διζωνική κοπή, δύο «ισότιμων συνιστώντων κρατιδίων» (Constituent states). Στη δεύτερη (και απευκταία) θα ανακύψουν απροσδιόριστες υποτροπές, με αντίκτυπο σε όλο το εύρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με κλιμάκωση των επικίνδυνων τριβών γύρω από ήδη προβαλλόμενες αξιώσεις της Τουρκίας εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ο εκβιασμός είναι προφανής και όχι άσχετος με τις κυπριακές εξελίξεις. Αλλωστε η Αθήνα δοκιμάζεται καθημερινά.
Πώς οδηγηθήκαμε εδώ
Πώς όμως τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αυτή την (μεθοδευμένη ασφαλώς) ιστορική φάση; Ποιοι παράγοντες έχουν επενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση; Ποιες οι δυναμικές αυτής της «ύστατης ευκαιρίας»; Και πού περίπου «ποντάρουν» οι αυτόβουλοι μεσολαβητές;
1. Ο αμερικανικός παράγων που «παίζει πρώτο βιολί». Με τους Αγγλους σε δεύτερο πλάνο. Αντίθετα, δηλαδή, με ό,τι συνέβαινε επί σχεδίου Ανάν. Και η αλήθεια είναι ότι η Ουάσιγκτον:
α) Δεν χώνεψε ποτέ την απόρριψη εκείνου του σχεδίου και την «εν μια νυκτί» αποδόμηση των στρατηγικών σχεδιασμών που επένδυσε σε αυτό.
β) Αντιμετωπίζει τη δυναμική ρωσική παρείσδυση στη Μεσόγειο και την ανάληψη στρατιωτικής μάλιστα δράσης στην περιοχή. Κάτι που πριν από δύο δεκαετίες εθεωρείτο (και ήταν) αδιανόητο. Οπότε και υπό το φως αυτής της δραστικής ανατροπής ισορροπιών, το άλυτο Κυπριακό συνδράμει απειλές ανεξέλεγκτων επιπλοκών. Σε ό,τι, συν άλλοις, αφορά τη νατοϊκή συνοχή στη νοτιοανατολική εκδοχή της.
γ) Θέλει με κάθε τρόπο να κατοχυρώσει την παρουσία και τον ουσιαστικό έλεγχο στο μεσογειακό ενεργειακό «Ελντοράντο». Με διασφάλιση της νομής και διαχειριστικής ευρύτερα κατανομής των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων. Και το παιχνίδι ως προς αυτά είναι πράγματι «χοντρό». Συναρτάται δε άμεσα –για λόγους αυτόδηλους –προς την επίλυση του Κυπριακού.
2. Ο βρετανικός παράγων επείγεται, για τους ίδιους μεν λόγους όσον αφορά το σχέδιο Ανάν (αρχιτέκτονας του οποίου άλλωστε υπήρξε ο επικεφαλής της αγγλικής διπλωματίας στο Φόρεϊν Οφις Σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ. Που μάλιστα ενδεικτικά είχε πει: «Γι’ αυτό το σχέδιο δαπανήθηκαν εκατομμύρια δολάρια και λίρες, χιλιάδες ώρες και πολλή φαιά ουσία για να αφεθεί αμαχητί να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων» (sic). Αλλά το Λονδίνο έχει και άλλους, ουσιαστικότερους λόγους να παρεμβαίνει και να επείγεται. Καθώς τυχόν ανεξέλεγκτες πολιτικές διαμορφώσεις μπορεί να διαβρώσουν τα βρετανικά «εδαφικά και στρατηγικά κεκτημένα». Τα οποία με τίποτα δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει.
3. Ο ελληνοκυπριακός παράγων ως ο καθαυτό ενδιαφερόμενος, δηλαδή ως ο ημικατεχόμενος. Που βλέπει όχι μόνο τον άμεσο κίνδυνο μονιμοποίησης της γεωπολιτικής διαίρεσης, αλλά και τελικά νομιμοποίησής της. Κι αυτό είναι ο κρίσιμος δείκτης διαμόρφωσης της κυπριακής πολιτικής. Και όχι μόνο. Γιατί εκ παραλλήλου βιώνει την εκτός ελέγχου δημογραφική ανατροπή που ήδη συντελείται, οδηγώντας ευθέως προς άρδην διαφοροποίηση των πληθυσμιακών ισοζυγίων. Δημιουργώντας άμεσα προϋποθέσεις «αλεξανδρεττοποίησης«! Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει «ομαλή» προσαρτησιακή απόληξη. Τους ίδιους φόβους συμμερίζεται και η Αθήνα. Πλην, από άλλη σκοπιά.
Πού ποντάρουν

οι «τρίτοι»

Πού όμως στηρίχθηκαν αυτές οι μεσολαβητικές παρεμβάσεις και πού ποντάρουν οι διαχειριστές τους; Ποια τα εχέγγυα για την ευόδωση των πρωτοβουλιών, για να μην επανεισπράξουν απόρριψη και προκαλέσουν υποτροπές; Και ποια είναι η ειδοποιός διαφορά με το 2004, όταν οι Ελληνοκύπριοι ακύρωσαν κάθε σχεδιασμό τους;
1. Η νυν πολιτειακή ηγεσία στην Κύπρο ήταν τότε ταγμένη (ψυχή τε και σώματι) υπέρ εκείνου του σχεδίου. Με τον Νίκο Αναστασιάδη να πρωτοστατεί για το Ναι. Τελικά οι Κύπριοι που είπαν Οχι στο Ανάν, είπαν Ναι στον Αναστασιάδη! Και τον ανέδειξαν πρόεδρο. Που όμως διαχειρίστηκε συνετά την κατάσταση που προέκυψε από το Οχι. Επομένως είναι ο άνθρωπος που μπορεί να προχωρήσει σε μείζονες συμβιβασμούς. Οταν μάλιστα στηρίζεται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα: το κεντροδεξιό, δικό του, και το ορθόδοξο αριστερό ΑΚΕΛ. Παρά τις επιμέρους διαφορές και βαλλόμενος από τους υπολοίπους.
2. Η εγγενής αδυναμία της Ελλάδας που προκύπτει από τη χρεοκοπική κατολίσθηση και τους αναπαραγόμενους (και αυτονόητους) περισπασμούς. Που την καθιστούν ευάλωτη. Δηλαδή, με ηγεσία επιδεκτική όσον αφορά τους συμβιβασμούς που προάγονται. Καθώς βρίσκεται σε δανειακή μέγγενη. Πέραν του γεγονότος ότι το κυβερνών κόμμα (Συνασπισμός τότε) είχε στηρίξει επίσης το σχέδιο Ανάν. Με διαφοροποίηση του Αλέκου Αλαβάνου και ελάχιστων άλλων. Επομένως, και κυρίως για τον πρώτο λόγο (δηλαδή, των αποδομούμενων δυνατοτήτων) η Αθήνα «δεν είναι σε θέση να αντιτάξει επαρκείς αντιστάσεις». Καθώς βρίσκεται και κάτω από την ανατασσόμενη τουρκική επιθετικότητα. Και αυτή ακριβώς είναι η εντύπωση που επικρατεί μεταξύ των διπλωματών που κινούν τα νήματα.
3. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Τουρκία και που διέπεται από προφανή και κλιμακούμενη εσωτερική αστάθεια. Κάτι που κατά τους Αμερικανούς (που σπεύδουν όλο αυτό το διάστημα στην περιοχή) ενέχει απροσδιόριστους κινδύνους. Καθώς ο Ερντογάν «είναι φύσει απρόβλεπτος». Οπότε –προκειμένου να προλάβουν ενέργειες και νέα τετελεσμένα –θεωρούν ότι πρέπει να προωθήσουν πιεστικά λύσεις το ταχύτερο. Κάτι για το οποίο η Αγκυρα δεν αντιδρά. Η οποία όμως, για λόγους τακτικής ασφαλώς, δεν ανοίγει τα χαρτιά της. Περιορίζεται να προδιαγράψει αποφασιστικότερη πολιτική ως προς την αναβάθμιση του κατοχικού μορφώματος, σε περίπτωση ναυαγίου. Δηλαδή, απόρριψης των αξιώσεων που διατυπώνει ως μέρος εκβιαστικών ελιγμών.
Τι μέλλει

γενέσθαι

Υπό το φως αυτών των συνοπτικών δεδομένων (και των προδιαγραφομένων) οι Αμερικανοβρετανοί και τα Ηνωμένα Εθνη εμφανίζονται αποφασισμένοι να επενεργήσουν μέχρι τέλους, πιέζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Ιδιαίτερα, βεβαίως, εκεί όπου αυτές οι πιέσεις μπορεί να αποδώσουν περισσότερο. Αρα, προς την ελληνική πλευρά. Και αυτό θα γίνει αρκούντως αισθητό κατά τις επόμενες ημέρες μέχρι τη Διάσκεψη της Γενεύης, αλλά και μετά. Είτε με «κατ’ αρχήν συμφωνία» είτε και με μη λύση. Καθώς θα ενεργοποιηθούν προειλημμένες αποφάσεις προκειμένου να προληφθούν οξύνσεις, ως αποτέλεσμα προβλεπτής κρίσης. Κυρίως καθώς η Αγκυρα ήδη μιλά για «Σχέδιο Β» που έχει συναποφασίσει με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Και αυτό αφορά μεν το Κυπριακό και τις επαπειλούμενες ενέργειες. Οι φόβοι όμως επικεντρώνονται στις ελληνοτουρκικές τριβές, που αναπαράγονται με τις τουρκικές προκλήσεις. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζεται «αιγαιοποίηση του Κυπριακού». Ή, κατ’ αντιστοιχίαν, «κυπροποίηση του Αιγαιωτικού».
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο. Είναι μέρος της τουρκικής στρατηγικής, να προκαλεί στο μεν, για να διασφαλίζει (όπως νομίζει) στο δε. Και τούμπαλιν.

«Ξεχάστε το ή ξεχάστε μας»

Σε σχέση με τη ρωσική στρατηγική και την έκδηλη ενόχληση των Αμερικανών, είναι αρκούντως ενδεικτική εν προκειμένω η αντίδραση της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ, όταν κύπριοι υπηρεσιακοί παράγοντες βολιδοσκοπώντας αναφέρθηκαν στο αίτημα της Μόσχας για διευκολύνσεις σε κυπριακά λιμάνια. Εξοργισμένη λοιπόν (και χρησιμοποιώντας απαξιωτικές εκφράσεις) αντέτεινε άμεσα: «Ξεχάστε το ή ξεχάστε μας». Ενώ οι Αγγλοι για το ίδιο ζήτημα υπέμνησαν (με τη δέουσα αβρότητα) στη Λευκωσία ότι: Το δυτικό διάζωμα του λιμανιού της Λεμεσού είναι το ανατολικό όριο των κυρίαρχων βρετανικών βάσεων!