Το 2016 θα καταγραφεί στην ευρωπαϊκή ιστορία ως περίοδος αγώνα για να διατηρηθεί η πολιτική, συστημική και κοινωνική ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως μιας κοινότητας κρατών, λαών και αξιών. Ηταν μια στιγμή αβεβαιότητας και εμφανών αποτυχιών. Ηταν όμως και μια χρονιά που σημαδεύτηκε από σημαντικά επιτεύγματα.

Πρώτα απ’ όλα, η ψηφοφορία στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο για την αποχώρηση από την ΕΕ ξεχωρίζει ως μεγάλη απογοήτευση. Παρ’ όλα αυτά, διαμορφώθηκε μια νέα πανευρωπαϊκή συναίνεση για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, η οποία μαζί με την ολοκλήρωση της εμπορικής συμφωνίας CETA με τον Καναδά δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία.

Τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ εδώ και καιρό δεν έχουν επιλυθεί πλήρως. Η προσφυγική κρίση, η ένταση με τη Ρωσία σχετικά με την Ουκρανία και άλλες εξωτερικές και εσωτερικές απειλές για την ασφάλεια συνεχίζουν να δοκιμάζουν την ενότητα και την αποτελεσματικότητά μας και θα συνεχίζουν και τον επόμενο χρόνο.

Αυτό που γνωρίζουμε από το 2016 είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες αλλαγές –ανησυχητικές, ακόμα ακαθόριστες, αλλά αισθητές αλλαγές. Μάλιστα, το είδος των αλλαγών που σημειώνονται, και θα συνεχίσουν να σημειώνονται στο μέλλον, προβληματίζει τους πολιτικούς αναλυτές. Εχει περάσει πολύς καιρός από τότε που με ανάλογο τρόπο η πραγματικότητα μπέρδευε και κορόιδευε τις προβλέψεις ειδικών και δημοσκόπων, ακόμα και στο βραχυπρόθεσμο πλαίσιο εκλογών ή δημοψηφισμάτων. Η πολιτική έχει γίνει τόσο απρόβλεπτη όσο και ο καιρός των Βρυξελλών. Και, όπως συμβαίνει και με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, οι μόνες που πέφτουν διάνα είναι οι απαισιόδοξες.

Οι τεκτονικές πολιτικές αλλαγές (πως αλλιώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ;) που σημειώνονται σήμερα δεν αποτελούν μετασεισμούς της οικονομικής κρίσης του 2008. Η πηγή και η ουσία τους είναι βαθύτερες από τον θυμό των άνεργων νέων ή τη δυσαρέσκεια της ευρωπαϊκής και αμερικανικής μεσαίας τάξης για τη στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης, αν και κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα υποτιμούσε αυτά τα αισθήματα. Ομως όλοι αισθανόμαστε πως αυτοί οι τριγμοί ίσως σηματοδοτούν μια πολύ πιο βαθιά αλλαγή: το τέλος μια εποχής στην Ευρώπη, που μπορούμε να αποκαλέσουμε Εποχή της Μεγάλης Σταθεροποίησης.

Πρόκειται για μια εποχή που διήρκεσε 70 χρόνια και στηριζόταν σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος είναι η διεθνής τάξη που, όπως ορίσθηκε από την ικανότητα της Δύσης να επιβάλλει σεβασμό σε κανόνες και συμφωνίες, έχει προστατεύσει την Ευρώπη απέναντι στις διεθνείς συγκρούσεις. Ο δεύτερος είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία. Και ο τρίτος είναι η σχετική ευημερία των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Η ευρύτατη προσμονή για αλλαγές δεν θα πρέπει να μας φοβίσει ή, ακόμα χειρότερα, να μας παραλύσει. Οπως γνωρίζουν πολύ καλά οι ιστορικοί, η σταθερότητα είναι μεταβατική και βραχύβια, όχι η κρίση. Και, όπως ακριβώς βρίσκεται πέραν των δυνάμεών μας το να αποτρέψουμε τις κρίσεις (που είναι εκ φύσεως αναπόφευκτες) δεν είναι και προς το συμφέρον μας να γραπωθούμε στο status quo καθώς η σταθεροποίηση, αργά ή γρήγορα, εισέρχεται σε φάση στασιμότητας, όταν η προσμονή της αλλαγής γίνεται καθολική. Αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά στην καταστροφή. Μπορεί όμως.

Τα πάντα εξαρτώνται από τη συλλογική μας ικανότητα να πλεύσουμε σε ταραγμένες θάλασσες. Το πρώτο που απαιτείται είναι να διατηρήσουμε τη βασική ενότητα της ΕΕ. Θα το επαναλαμβάνω ως mantra: μια εσωτερικά διαλυμένη ΕΕ θα είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση προκύψει και το ίδιο ισχύει και για τα μέλη της –ακόμα και για τα μεγαλύτερα.

Οι βάσεις της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης παραμένουν εύθραυστες και τα πραγματικά τεστ βρίσκονται μπροστά μας. Χωρίς αλληλεγγύη η Ευρώπη δεν θα μπορεί να έχει καμία επιρροή για την κατεύθυνση των μελλοντικών αλλαγών και θα γίνει το θύμα τους αντί για τον συνδημιουργό τους. Προκειμένου να αποφύγουμε αυτό το ζοφερό σενάριο, πρέπει για άλλη μια φορά να αναζητήσουμε όσα μας συνδέουν, όσα έχουμε κοινά, όσα είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε με απόλυτη αποφασιστικότητα αντίστοιχη με εκείνη που αποδεικνύουν οι αντίπαλοί μας. Πρέπει για άλλη μια φορά να καθορίσουμε την περιοχή μας, όχι γεωγραφικά, αλλά πολιτισμικά και συμβολικά.

Αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι λαοί, κράτη και έθνη που ανακαλύπτουν τη δύναμη του μύθου και της απλούστευσης. Αυτό ίσως προαναγγέλλει μια πολιτική πιο βίαιη –πιο κοντά στη φύση παρά στην κουλτούρα. Το πιο σημαντικό θα είναι να διακρίνουμε σωστά μεταξύ όσων είναι ρηχά και ασήμαντα στην ευρωπαϊκή παράδοση και όσων είναι πολύτιμα, ανθεκτικά και μοναδικά –αυτό που ο ιστορικός Τζέικομπ Μπέργκχαρντ αποκάλεσε «ελευθερία του πνεύματος».

Στην κουλτούρα και την ελευθερία είναι που ξαναβρίσκουμε την ουσία της Ευρώπης. Στην πολιτική αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προετοιμασθούμε για αλλαγές υπό τον όρο ότι δεν θα περιορίζουν την ελευθερία ως βασική αξία. Πριν αναδιαμορφώσουμε το οικοδόμημα της ΕΕ, πριν αρχίσουμε να επιλύουμε βασικά διλήμματα για το εύρος της ολοκλήρωσης, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι θέλουμε να διατηρήσουμε το ιδανικό μιας Ευρώπης ως ηπείρου ελευθερίας.

Ο σημερινός κόσμος είναι γεμάτος βαρβάρους για τους οποίους η ελευθερία και η κουλτούρα, όπως εμείς τις κατανοούμε, έχουν μετατραπεί σε στόχους επιθέσεων. Εμείς οι Ευρωπαίοι θα είμαστε ικανοί να ξεπεράσουμε τις παρούσες προκλήσεις μόνο όταν συμφωνήσουμε ότι δεν θα συμβιβασθούμε σε αυτή την αντιπαράθεση. Συμπτώματα βαρβαρότητας υπάρχουν παντού γύρω μας, μεταξύ μας και μέσα μας.

Εάν παραδοθούμε στην εξωτερική πίεση και τις εσωτερικές αδυναμίες, οι επερχόμενες αλλαγές ίσως αποτρέψουν την πιο σημαντική πολιτική εξέλιξη στην Ευρώπη: ότι μαζί –και μόνο μαζί –μπορεί το κράτος δικαίου, οι κανόνες της πλειοψηφίας και οι κυβερνήσεις να εγγυηθούν την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γι’ αυτό θα πρέπει γενναία και με συνέπεια να αψηφήσουμε εκείνους που στέκονται απέναντι στις ελευθερίες μας, είτε απ’ έξω είτε στο εσωτερικό.

Ο Ντόναλντ Τουσκ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, διετέλεσε πρωθυπουργός της Πολωνίας (2007-2014)