Στις 18 Ιουνίου 2015, μόνο λίγες ημέρες προτού ο Αλέξης Τσίπρας προκηρύξει το δημοψήφισμα του Ιουλίου, η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» κυκλοφόρησε με εξώφυλλο μια φωτογραφία του Πρωθυπουργού μέσα στην ελληνική σημαία και με τίτλο «Ελλάδα: δεν μπορεί να πληρώσει, δεν θα πληρώσει». Μέσα από τη σημαία αναδύονταν τα βασικά στατιστικά της κρίσης: τα νούμερα που αποτύπωναν τη μείωση του ΑΕΠ, οι περικοπές μισθών και συντάξεων και η αύξηση της ανεργίας. Στο βασικό της άρθρο η εφημερίδα έγραφε ότι η οικονομική κατάρρευση της χώρας είναι αντίστοιχη με τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30 και υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει τα χρέη της. Πριν από αυτό το δημοσίευμα, στις 27 Νοεμβρίου 2013, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακοίνωνε μέσω της «Γκάρντιαν» ότι θα είναι υποψήφιος πρόεδρος της Κομισιόν με την Αριστερά. Και στην ίδια εφημερίδα όταν η γερμανίδα καγκελάριος επισκέφθηκε την Αθήνα τον Οκτώβριο του 2012, ο Αλέξης Τσίπρας έστελνε το «ελληνικό μήνυμα στην Ανγκελα Μέρκελ» υποστηρίζοντας ότι η λιτότητα πρέπει να σταματήσει άμεσα, διότι καταστρέφει την ευρωπαϊκή οικονομία.
Από το ευρωπαϊκό προφίλ
στα non paper
Η εφημερίδα «Γκάρντιαν», τα κεντρικά γραφεία της εδώ και μερικά χρόνια έχουν μεταφερθεί σε ένα υπερσύγχρονο γυάλινο κτίριο δίπλα στον πολυσύχναστο σταθμό Κινγκς Κρος του Λονδίνου, είναι εδώ και δύο αιώνες το προοδευτικό βήμα διαλόγου της βρετανικής κοινωνίας, η εφημερίδα του αστικού κομματιού των Εργατικών και μια από τις πλέον πολυδιαβασμένες παγκοσμίως, λόγω της ανοιχτής πρόσβασης στο περιεχόμενό της μέσω Διαδικτύου. Το χρονικό διάστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση, η «Γκάρντιαν» φιλοτέχνησε το ευρωπαϊκό προφίλ του Αλέξη Τσίπρα και τον παρουσίαζε ως τον ηγέτη που θα πετύχαινε την απαλλαγή από τον στενό δημοσιονομικό κορσέ και τη λιτότητα. Και οι αρθρογράφοι του τον αντιμετώπιζαν ως το αντίβαρο στους πειθήνιους πολιτικούς του Νότου, που εκτελούν πιστά τις εντολές του γερμανικού διευθυντηρίου στερώντας από την Ευρώπη την ελπίδα. Πριν από λίγες ημέρες η «Γκάρντιαν» δημοσίευσε ρεπορτάζ για την κατάσταση στο ελληνικό σύστημα Υγείας, σύμφωνα με το οποίο τα ποσοστά θνησιμότητας στην Ελλάδα αυξήθηκαν λόγω της έλλειψης προσωπικού και ιατρικού εξοπλισμού, ενώ κατέγραφε την κατακόρυφη αύξηση των νοσοκομειακών μολύνσεων. Η κυβέρνηση απάντησε με non paper: χαρακτήρισε κατευθυνόμενο και καταστροφολογικό το δημοσίευμα που δημιούργησε μια «παντελώς ανυπόστατη και ψευδή εικόνα πλήρους κατάρρευσης». Με την ίδια πρακτική, πάλι δηλαδή με non paper, είχε απαντήσει μερικές ημέρες νωρίτερα σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» που υποστήριζε ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει ανεξάρτητους θεσμούς: κατηγόρησε την εφημερίδα για μονομέρεια των πηγών, προσβλητικότητα αλλά και πολιτική σκοπιμότητα.
Το «μίντια ντάρλινγκ» και το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ
Η σχέση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με τον διεθνή Τύπο χαρακτηρίζεται από μια αξιοθαύμαστη ταλάντωση. Για πολλά –κυρίως αγγλοσαξονικά –μέσα ο σημερινός Πρωθυπουργός ήταν ένα «μίντια ντάρλινγκ», ένα φρέσκο, άφθαρτο πρόσωπο που θα κατάφερνε να χτυπήσει την ελληνική ολιγαρχία και να καταπολεμήσει τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και την ανομία –δηλαδή, εκεί όπου απέτυχαν οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί των Μνημονίων. Δύο χρόνια μετά, οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα στην Ευρώπη και στον κόσμο λιγοστεύουν. H σχέση του με τα ξένα μέσα λαμβάνει χαρακτήρα αντίστοιχο αυτής με τα ελληνικά μέσα. Και το Μαξίμου συντηρεί πλέον ένα παράλληλο αφήγημα για τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, που συμβαδίζει με αυτό της «εγχώριας διαπλοκής»: ξένοι κύκλοι χρησιμοποιούν την επιρροή των μεγάλων εφημερίδων για να πλήξουν το κυβερνητικό έργο.
Η «περήφανη
διαπραγμάτευση»
Σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας, η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος με αφορμή την κρίση χρέους. Ολες οι κυβερνήσεις δέχτηκαν πολύ σκληρή κριτική. To 2009, πολύ προτού τα εγχώρια μέσα αντιληφθούν τον κίνδυνο της ελληνικής χρεοκοπίας, κάποιοι αναλυτές στο Σίτι του Λονδίνου άρχισαν να γράφουν για τον κίνδυνο που κρυβόταν στα ελληνικά ομόλογα. Ενας από αυτούς, ο Τσαρλς Γκραντ έγραφε στην εφημερίδα «Τάιμς του Λονδίνου» τον Μάρτιο του 2009: «Φοβού τους Ελληνες, χρέη φέροντες». Την σκυτάλη πήρε λίγο μετά ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Κουέντιν Πιλ, ο οποίος ζητούσε από την Ευρώπη να λάβει σκληρά μέτρα εναντίον της Ελλάδας. Η τότε κυβέρνηση απάντησε με καθυστέρηση μερικών εβδομάδων. «Εχουμε λάβει υπεύθυνα δημοσιονομικά μέτρα. Θα μειώσουμε το έλλειμμά μας στο 3%» απαντούσε –χωρίς προφανώς να φαντάζεται το τι έρχεται –ο τότε υπουργός Οικονομικών.
Το πινγκ-πονγκ δημοσιευμάτων και απαντήσεων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση τα επόμενα χρόνια στις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά. Η κορύφωση όμως ήρθε την περίοδο της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Ο Γιάνης Βαρουφάκης έβγαζε συνεχείς ανακοινώσεις διάψευσης δημοσιευμάτων των ξένων μέσων, ενώ πολλές φορές ενεπλάκη σε διαδικτυακά τζαρτζαρίσματα –μέσω τουίτερ –με τους δημοσιογράφους που κάλυπταν την ελληνική κρίση, τον Χιούγκο Ντίξον του Ρόιτερ ή τον Πίτερ Σπίγκελ της «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Οι εγχώριοι
και διεθνείς εχθροί
Στην αντιμετώπιση του διεθνούς Τύπου η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ φαίνεται να εφαρμόζει τις ίδιες θεωρίες συνωμοσίας με αυτές που επικαλείται κατηγορώντας τον αντίστοιχο ελληνικό. Είναι μια στρατηγική που εξυπηρετεί τις επιδιώξεις μιας κυβέρνησης που έχει γκρουπάρει τα συστημικά μέσα, εγχώρια και διεθνή, ως εχθρό στην πολιτική της αντιπαράθεση. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που –όπως και οι προηγούμενες –προσπαθεί διακαώς να αλλάξει τη διεθνή εικόνα της χώρας ώστε να καταφέρει να προσελκύσει επενδύσεις και να εξαγάγει προϊόντα και υπηρεσίες. Να εκπέμψει δηλαδή ένα μήνυμα αλλαγής και θετικής προσαρμογής. Οπως όμως λέει ο Σάιμον Ανχολντ, πατέρας της θεωρίας του nation branding, στη σημερινή εποχή «η ιδέα να αλλάξεις τις προσλαμβάνουσες της χώρας σου περνά μέσα από την ίδια την πραγματικότητα». Πρόκειται για την πραγματικότητα που και αυτή η κυβέρνηση, μέσα από τα non paper που εκδίδει, έχει επιλέξει να αρνείται.