Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κύματα δυσαρέσκειας και οργής σαρώνουν τη Δύση. Το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση έπειτα από τέσσερις δεκαετίες συμμετοχής σε αυτήν, θέτοντας σε κίνδυνο όλες εκείνες τις περίπλοκες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις που αυτή η μακρά σχέση είχε δημιουργήσει. Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη των ειδικών, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις αμερικανικές εκλογές, πράγμα που η πολιτική τάξη θεωρούσε αδιανόητο. Σε ολόκληρη την Ευρώπη αναδύονται νέες πολιτικές δυνάμεις. Και όλες τους βασίζονται στο ίδιο μοτίβο: το κατεστημένο μάς αγνοεί κι εμείς θα το ανατρέψουμε.

Ενα καθοριστικό χαρακτηριστικό αυτής της εξέγερσης είναι ότι η βαθιά επιθυμία για αλλαγή είναι πιο σημαντική από οποιαδήποτε σκέψη για το τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αλλαγή στην πράξη. Τα πράγματα που λένε οι πολιτικοί οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν αυτό το κύμα κινούνται πέρα από τα όρια της φυσιολογικής πολιτικής συμπεριφοράς. Αλλά κανένας δεν δείχνει να νοιάζεται γι’ αυτό. Αυτό που μετράει είναι η ίδια η εξέγερση. Αντίθετα, πολιτικοί που χρησιμοποιούν λογικά επιχειρήματα συνήθως εξοργίζουν τους εξεγερμένους ψηφοφόρους που αντιδρούν απορρίπτοντας με σθένος αυτά τα επιχειρήματα, αν δεν τα περιφρονούν ή δεν τα περιγελούν.

Εχουν ειπωθεί πολλά για τις αιτίες που υποδαυλίζουν το λαϊκιστικό κύμα. Μια είναι τα εισοδήματα της εργατικής και της μεσαίας τάξης που παραμένουν στάσιμα. Μια άλλη, το περιθώριο στο οποίο αισθάνονται ότι επιστρέφουν πολίτες, από το οποίο είχαν μόλις βγει. Μια τρίτη, η κοινωνική ρήξη που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Μια ακόμη, η αντίσταση στις φαινομενικά ασυγκράτητες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης: το εμπόριο και τη μετανάστευση.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Βοηθούν κινήματα να γιγαντωθούν πολύ γρήγορα, συμβάλλουν στην αποδόμηση των μέσων ενημέρωσης και δημιουργούν έναν νέο κόσμο ενημέρωσης στον οποίο οι κανόνες της αντικειμενικότητας δεν έχουν καμία θέση και όπου οι θεωρίες συνωμοσίας υπερισχύουν των γεγονότων.

Στη Βρετανία πριν από είκοσι χρόνια, όταν λάμβανα μέρος στις πρώτες μου εκλογές ως αρχηγός των Εργατικών, τις βραδινές ειδήσεις του BBC παρακολουθούσαν δέκα εκατομμύρια τηλεθεατές. Σήμερα μόλις που ξεπερνούν τα 2,5 εκατομμύρια. Κάποτε υπήρχε μία πολιτική εκπομπή –τώρα γίνονται πολλές, συχνά με τη συμμετοχή ανθρώπων που έχουν τις ίδιες απόψεις. Αυτή η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουμε πληροφορίες και συζητάμε για αυτές είναι ένα επαναστατικό φαινόμενο. Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, των οποίων ο ρόλος ως διανομέων ειδήσεων έχει αμφισβητηθεί όπως έχει αμφισβητηθεί και η αξιοπιστία τους, αποφάσισαν ότι είναι πιο εύκολο και εμπορικά συμφέρον να κρατήσουν το κοινό τους εάν δεν το προκαλούν.

Φυσικά κάποιοι αισθάνονται ότι αντλούν δύναμη από την αναταραχή που προκαλούν στην καθεστηκυία τάξη. Δεν πρέπει όμως να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Η αναταραχή του συστήματος μπορεί να προκαλέσει αλλαγές. Αλλά μπορεί να επιφέρει συνέπειες που κανένας δεν επιθυμεί ούτε καν καλοπροαίρετα.

Εισερχόμαστε σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο για την πολιτική. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι μια σημαντική μειοψηφία γάλλων πολιτών είναι πεπεισμένοι ότι η δημοκρατία δεν είναι πια το σωστό σύστημα για τη χώρα τους. Η υποστήριξη σε ένα αυταρχικό μοντέλο ηγεσίας αυξάνεται παντού. Ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι νέο. Η οικονομική αλλαγή δεν είναι κάτι νέο. Η ανασφάλεια που προκαλεί η μετανάστευση δεν είναι νέα. Η εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας του κόσμου δεν είναι νέα. Αλλά είναι νέο το πλαίσιο. Και είναι νέα η ανικανότητα του πολιτικού Κέντρου να απαντήσει κατάλληλα σε αυτές τις προκλήσεις.

Η αλήθεια είναι ότι τόσο η Κεντροαριστερά όσο και η Κεντροδεξιά έχουν χάσει την επαφή τους με τα πράγματα. Εχουμε γίνει (και λέω επίτηδες «έχουμε» επειδή ταυτίζομαι εντελώς με μια κεντρώα, πραγματιστική θεώρηση των πραγμάτων) παθητικοί διαχειριστές του στάτους κβο, όχι καταλύτες αλλαγής. Στην Ευρώπη, η ΕΕ αγωνίζεται να επανέλθει στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις σε ένα φόντο λιτότητας με συχνά βάρβαρες επιπτώσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι σαφές ότι η λευκή εργατική τάξη στη μεσοδυτική «ζώνη της σκουριάς» αισθάνεται αγνοημένη και παραμελημένη.

Η μετανάστευση αλλάζει τις κοινωνίες. Και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε βάθος χρόνου η φρέσκια ενέργεια και το σθένος των μεταναστών θα ωφελήσουν τις κοινωνίες, οι άμεσες συνέπειες μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία εξάλλου ότι γενικά η αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας και ότι από την άλλη πλευρά ο προστατευτισμός φέρνει λιγότερες. Αλλά, βραχυπρόθεσμα, οι δουλειές που απαιτούν προσόντα και πληρώνονται καλά χάνονται. Οι αλλαγές αυτές εντείνονται ακόμη περισσότερο από την τεχνολογία.

Αν προσθέσει κανείς σε αυτό το μείγμα την οικονομική κρίση του 2008 και τον εξτρεμισμό που, από το 2001, κυριαρχεί στο θέμα της ασφάλειας και τροφοδοτεί την ανησυχία απέναντι στη μετανάστευση, τότε θα αντιληφθεί ότι η αναταραχή στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Αντίθετα, μοιάζει αναπόφευκτη. Κι έτσι, η Αριστερά υψώνει τα στήθη της εναντίον της αγοράς, η Δεξιά εναντίον της μετανάστευσης και το Κέντρο παλινδρομεί ανάμεσα στον κατευνασμό και στις προειδοποιήσεις κινδύνου.

Αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν έχει κερδίσει έτσι το Κέντρο. Το Κέντρο –και ειδικά το προοδευτικό Κέντρο –κερδίζει όταν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, όταν ηγείται στον δημόσιο διάλογο, όταν οι λύσεις που προωθεί είναι ριζοσπαστικές αλλά και με ευαισθησία. Μόνο ένα ισχυρό και αναζωογονημένο Κέντρο μπορεί να ανακόψει το λαϊκιστικό κύμα. Αυτή είναι η επείγουσα ανάγκη σήμερα. Το Κέντρο πρέπει να απαντήσει πολιτικά. Οι άνθρωποι έχουν πολλά να χάσουν από το χάος και την αστάθεια, ενώ η φυσική τους κλίση είναι να αποφεύγουν οτιδήποτε τους φέρνει πιο κοντά. Αλλά θέλουν να ξέρουν ότι ακούγονται. Τότε μπορούμε να στρέψουμε τις σημερινές πολιτικές συνθήκες σε ένα καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο μέλλον.

Ο Τόνι Μπλερ είναι πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας