Υποχρεωτικά επιστρέφω σε παλαιότερα κείμενά μου για κλασικά ή σύγχρονα νεοκλασικά θεατρικά έργα όταν διαπιστώνω πως δεν έχω αλλάξει απόψεις και συνήθως, αν δεν έχω δικαιωθεί, πάντως δεν έχω διαψευσθεί ώστε με εντιμότητα να αναγνωρίσω τα λάθη μου ή τις παλαιότερες εκτιμήσεις μου.
Αυτό συμβαίνει π.χ. με τον Τενεσί Ουίλιαμς. Γι’ αυτό και με την ευκαιρία που η Ελένη Σκότη σκηνοθέτησε το «Λεωφορείο ο Πόθος» στο Σύγχρονο Θέατρο παραπέμπω στις απόψεις μου για τον συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο του σε κριτική μου του 1973 (πώς περάσανε, Θεέ μου, 43 χρόνια!).
«Ο Τενεσί Ουίλιαμς ήταν μια μοναχική, σπαρακτική έστω, υστερική φωνή ενός απομονωμένου ατόμου μέσα σ’ έναν κόσμο που ποτέ δεν τον κατάλαβε και ποτέ δεν τον αποδέχτηκε, έστω για να τον καταλάβει. Ο Ουίλιαμς πριν γράψει θέατρο με ηρωίδες “κλινικώς” ασθενείς ήταν ένας “κλινικώς” ασθενής άνθρωπος. Το έργο του είναι ένα παραλήρημα, η φαντασίωσή του για τον κόσμο μέσα από τους εφιάλτες του. Οι “μύθοι” του, εκδοχές παραπλήσιες της εικόνας του κόσμου όπως διχασμένη προβάλλει μπροστά στον πανικόβλητο ασθενή, έχουν την αρετή της απλούστευσης. Οι άνθρωποι απομονωμένοι από τις ιστορικές διαδικασίες, γυμνοί, ενώπιοι ενωπίοις, μονοδιάστατοι ουσιαστικά, συγκροτούν μια χαλκογραφία με την τεχνική τού “άκουα φόρτε”. Οι “μύθοι” του Ουίλιαμς είναι μια έμμονη παραλλαγή του μύθου του εκπεσόντος αγγέλου, με απροσδιόριστα όμως τα αίτια της πτώσεως. Στο παρελθόν των ηρωίδων υπάρχει πάντα κάποιος παράδεισος, η ευτυχισμένη νιότη, η ομορφιά, η αριστοκρατική τάξη. Ο μύθος παρακολουθεί την αγωνιώδη προσπάθειά τους να επιστρέψουν ή να ανασυγκροτήσουν με κατάλληλα μέσα αυτόν τον παράδεισο. Αποτυγχάνουν και βουλιάζουν στην απελπισία ή στην τρέλα ή στο αλκοόλ. Κάθε προσπάθειά τους είναι των “συφοριασμένων”. Κάθε απόπειρα ενέχει την αποτυχία. Είναι σημαδεμένοι άνθρωποι. Το περιβάλλον, ανθρώπινο και φυσικό, τους πληγώνει. Δεν είναι οι κοινωνικές δομές τα αδιέξοδά τους∙ μ’ αυτά δεν ασχολήθηκε ο συγγραφέας (όπως το έκανε έμμονα ο Αρθουρ Μίλερ). Είναι η αδυναμία, το ασυμβίβαστο των ηρωίδων του με τον ιστορικό χρόνο. Εχουν σταματήσει στο παρελθόν, στη μοναδική στιγμή που συγκρούστηκαν μαζί του, τη στιγμή της σχιζοφρενούς κρίσης τους. Βιώνουν τον κόσμο με συνειρμούς. Τους συνθλίβει, όχι η πραγματικότητα τόσο, όσο η αδυναμία τους να την αγνοήσουν και καταρρέουν όταν συνειδητοποιούν σε στιγμές διαύγειας πως ο δρόμος της επιστροφής είναι αποκλεισμένος. Κάθε ηρωίδα του Ουίλιαμς δεν σκέφτηκε ποτέ να γυρίσει στο παρελθόν, στον παράδεισό της, με τη μετάνοια. Καμιά δεν σκέφτηκε να λυτρωθεί μέσα από την παραδοχή της αποτυχίας. Αλλά θα ζητούσαμε πολλά, θα ζητούσαμε να έχει γράψει ο συγγραφέας τραγωδίες. Οι ήρωες βρίσκουν δρόμο στα σκοτεινά, όταν οι ποιητές έχουν βρει δρόμο.
Οι “άνθρωποι” του Ουίλιαμς είναι πρόσωπα ενός ψυχοδράματος και ο μόνος ρόλος που παίζουν είναι να λυτρώσουν τον ποιητή τους από τα προσωπικά του αδιέξοδα. Τα δράματα του Ουίλιαμς είναι το δράμα του συγγραφέα τους.
Η Μπλανς Ντιμπουά του “Λεωφορείου ο Πόθος” είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα της σχιζοφρενικής τυπολογίας. Πουριτανή, πόρνη, αλκοολική, μεγαλομανής, εκμαυλίστρια ανηλίκων, ψεύτρα. Ανέστια, άπληστη ερωτικά, σεμνότυφη όμως, ανικανοποίητη, με σαδομαζοχιστικές τάσεις, αλγόλαγνη και απωθητική. Μέσα στο περιβάλλον της λαϊκής πολυκατοικίας, ανάμεσα στην πανσπερμία των συνανθρώπων της, είναι και θέλει να μείνει ξένη. Δεν είναι υπαρξιακά ξένη. Είναι ιστορικά ξένη. Αφού δεν μπορεί να αναπλάσει τον κόσμο της, δραπετεύει από τον κόσμο».
Το έργο αυτό έχει αγαπηθεί διεθνώς και δοξάστηκε με την ταινία του Καζάν, στην οποία μας είχαν καθηλώσει ο Μάρλον Μπράντο και η Βίβιαν Λι. Ο Καζάν, ένας μεγάλος δάσκαλος ηθοποιών και ένας από τους θεμελιωτές του υποκριτικού αμερικανικού ρεαλισμού ως συνιδρυτής του Actor’s Studio, της αμερικανικής εκδοχής της μεθόδου Στανισλάφσκι, συγκρότησε τον κώδικα που είχε φτάσει στο παγκόσμιο κοινό μέσω των σημαντικών ταινιών και των αμερικανών ηθοποιών που ενσάρκωσαν τους «ήρωες» του αμερικανικού τρόπου ζωής, συμπεριφοράς, λόγου και ηθών.
Η ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ. Και εδώ ας σταθώ για να επαναφέρω άλλη μία φορά προς συζήτηση την αληθινή και ουσιαστικά αυθεντική σημασία της ηθογραφίας, μιας αισθητικής σχολής που στην Ελλάδα συκοφαντήθηκε και περιορίστηκε ως έκφραση μιας απλοϊκής λαογραφικής τυπολογίας. Η ηθογραφία είναι το λογοτεχνικό και το θεατρικό ιδίωμα που καταγράφει, κρίνει, αναλύει και εξηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα σε δεδομένες κοινωνικές, οικονομικές και ηθολογικές συνθήκες.
Μ’ αυτούς τους όρους μια μεγάλη γκάμα θεατρικών συγγραφέων και έργων μπορούμε να μιλάμε για ηθογραφία είτε αυτοί είναι ο Νορβηγός Ιψεν, ο Σουηδός Στρίντμπεργκ, ο Ρώσος Τσέχοφ, ο Αμερικανός Ο’Νιλ, ο Ελληνας Ξενόπουλος, όλοι τους τέκνα του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, όταν άνθησαν πολλοί -ισμοί και κυριάρχησαν ο νατουραλισμός και ο κριτικός ρεαλισμός παράλληλα με τον ιμπρεσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό στη ζωγραφική και τη μουσική, τον βερισμό στην όπερα («Μποέμ») και την εμφάνιση στην επιστήμη της κοινωνιολογίας, της βιολογίας, της πολιτικής οικονομίας, της ψυχολογίας, της εγκληματολογίας, νέων επιστημών του ανθρώπου.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, όπως είπα, η ηθογραφία πολιτογραφήθηκε ως γραφικότητα και με τη συνδρομή της λαογραφίας ως καταγραφή των εθίμων και των συνθηκών της υπαίθρου. Και η προσέγγιση σ’ ένα κλίμα φοβίας των νέων ευρωπαϊκών ρευμάτων οδήγησε τη λογοτεχνία και το θέατρο σε μια ωραιοποίηση και θεοποίηση του επαρχιακού ήθους την εποχή που οργίαζαν ακόμη και η αιμομιξία και η κουτοπονηριά και η κρυψίνοια και η τοκογλυφία.
Μόνο λίγοι τολμηροί (όπως ο Παντελής Χορν) άνοιξαν με νυστέρι το κοινωνικό πύον και καταδικάστηκαν στη σιωπή (π.χ. ο εξαίσιος «Σέντσας» και η τολμηρή «Φλανδρώ»). Ο αμερικανικός Νότος, συνήθης χώρος και χρόνος όπου τοποθετεί τα έργα του ο Ουίλιαμς, ρατσιστικός, πολυπολιτισμικός, πουριτανικός, συντηρητικός και υποκριτικός (με κυριαρχούσες θρησκευτικές εκκλησίες προτεσταντικής ηθικολογίας, με κυρίαρχο πάλι ήθος την εργατικότητα ως ευλογημένη ανθρώπινη οφειλή στον Θεό!), γίνεται η χοάνη που καταπίνει τους ιδιαίτερους, τους αποσυνάγωγους, τους μοναχικούς.
Η Ελένη Σκότη γνωρίζει, λόγω της ελληνοαμερικανικής της καταγωγής και των θεατρικών της σπουδών στη σχολή της μεγάλης παράδοσης της Στέλλας Αντλερ και του Λι, τον κώδικα του αμερικανικού συμπεριφορισμού, όπως αποτυπώνεται στα έργα αυτής της θεατρικής παραγωγής.
Και βεβαίως διδάσκει συμπεριφορές –και συμπεριφορά σημαίνει ηθογράφηση και όχι, βέβαια, γραφικότητα.
Στο Σύγχρονο Θέατρο όπου επεξέτεινε τις σκηνοθετικές της προτάσεις παράλληλα με το Θέατρο Επί Κολωνώ ανέβασε μια άκρως ενδιαφέρουσα ηθογραφική δραματική ανάλυση του «Λεωφορείου ο Πόθος».
«Φέτες ζωής» ονόμαζε ο Ζολά τις νατουραλιστικές του λογοτεχνικές αποτυπώσεις ηθών κοινωνικής καταγωγής.
Φέτα ζωής και η σκηνοθεσία της Σκότη, σε συνεργασία με τον έξοχο σκηνογράφο και κοστουμίστα Παπανικολάου, ο οποίος φιλοτέχνησε και τη λαϊκότροπη και, όπου χρειάστηκε, και τη λυρική συναισθηματικότητα της μετάφρασης.
«Κινηματογραφική» η μουσική του Κωστή Χαραμουντάνη. Τόνιζε τις εξάρσεις των σκηνών βίας.
«Μουσικοί» οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και ατμοσφαιρικά τα βίντεο του Σταύρου Συμεωνίδη.
Η Κόρα Καρβούνη είναι ηθοποιός ουσίας και καλά έκανε να ακολουθήσει τη γραμμή Σκότη που υπονόμευσε την παράδοση μιας Μπλανς ποιητικής και ευαίσθητης. Η τρέλα της ξεκίνησε από τον κυτταρικό της ιστό!
Ο Γιάννης Τσορτέκης έπλασε κυριολεκτικά έναν γήινο και συνάμα ευερέθιστο Κοβάλσκι με καθαρά υλικά και μια ζωώδη, γνήσια όμως και ειλικρινή ευαισθησία.
Η Ηλιάνα Μαυρομάτη (Στέλλα) ισορρόπησε ανάμεσα στην ανοχή και στη δοτικότητα, στο ένστικτο και στην κόπωση μιας δύσκολης ζωής πάθους και μόχθου.
Ο Δάμπασης (Μιτς) τόνισε περισσότερο την αμηχανία του χαρακτήρα, αλλά δεν φαλτσάρισε.
Κείμενο: Τενεσί Ουίλιαμς
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Μετάφραση, σκηνικά, κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Κωστής Χαραμουντάνης
Παίζουν: Κόρα Καρβούνη, Γιάννης Τσορτέκης, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Γιώργος Δάμπασης, Αθηνά Αλεξοπούλου, Μιχαήλ Γιαννικάκης, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Δαμάλας, Χριστίνα Δημητριάδη, Βαγγέλης Κουντουριώτης
Πού: Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Γκάζι, τηλ. 210-3464.380