Οι διαπραγματεύσεις που αρχίζουν σήμερα στη Γενεύη για την επίλυση του Κυπριακού θα είναι καθοριστικές για το μέλλον, είτε πετύχουν είτε αποτύχουν. Και το ένα σενάριο (επιτυχία) και το άλλο (αποτυχία) θα παραγάγει καταλυτικές συνέπειες, θετικές ή αρνητικές ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες και ενδεχομένως «αλλότρια κίνητρα» σε συντελεστές της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Κυρίως αναφέρεται η Τουρκία. Αλλά δεν είναι μόνο η Τουρκία. Ουδείς βεβαίως είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να πει με πλήρη βεβαιότητα εάν ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν θέλει ή δεν θέλει τη λύση.
Υπάρχουν δύο αναγνώσεις για τη στάση του. Η μία λέει ότι δεν θέλει, καθώς θα πρέπει να προβάλει μια σκληρή εθνικιστική γραμμή (προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των ακραίων εθνικιστικών δυνάμεων για την τροποποίηση του Συντάγματος). Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τόσες δυσκολίες, ανοιχτά μέτωπα, αβεβαιότητες, προβλήματα, προκλήσεις, που ο Ερντογάν θα ήθελε μια θετική εξέλιξη, μια «επιτυχία» σ’ ένα θέμα για να αλλάξει κάπως την ατζέντα. Η δεύτερη ανάγνωση εκτιμάται ότι είναι μάλλον πιο κοντά στην πραγματικότητα. Από την άλλη, η κρατούσα ελληνική (υπερπατριωτική) ρητορική λέει ότι η Τουρκία είναι ο παντοδύναμος (και πάντοτε αδιάλλακτος βεβαίως) συντελεστής στη διαπραγμάτευση που θα θελήσει να επιβάλει ως τελικό στόχο τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου. Ισχυρός συντελεστής, βεβαίως, είναι. Αλλά ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος είναι ανίσχυρες. Μόνο που ουδέποτε συνειδητοποίησαν επαρκώς ότι έχουν ένα ισχυρότατο διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια τους, το οποίο δυστυχώς δεν το αξιοποίησαν δημιουργικά εδώ και χρόνια. Το όπλο αυτό είναι η συμμετοχή της (τους) στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), στην οποία η Τουρκία δεν είναι και στην οποία, παρά τις οπισθοδρομήσεις, εξακολουθεί να θέλει να ενταχθεί, έστω κι αν η ΕΕ δεν τη θέλει τώρα.
Αξιοποίηση της «συμμετοχής στην ΕΕ» δεν σημαίνει απλά την τετριμμένη αναφορά ότι η λύση πρέπει να είναι «σύμφωνη με το ενωσιακό κεκτημένο». Προφανώς πρέπει να είναι (αρκεί βέβαια να μην ερμηνεύει κάποιος το κεκτημένο όπως θέλει). Ευρηματική αξιοποίηση σημαίνει ότι Ελλάδα και Κύπρος θα μπορούσαν να κάνουν μια συνολική, περιεκτική πρόταση για την προσέγγιση της Τουρκίας με την ΕΕ με συγκεκριμένες επιμέρους ρυθμίσεις/μέτρα και με αιρεσιμότητες βεβαίως, που θα κλείδωναν την Τουρκία σε μια λογική ελαχιστοποίησης (ή και ακύρωσης) οποιωνδήποτε μαξιμαλιστικών θέσεων ή διεκδικήσεων. Η πρόταση αυτή μπορεί να γίνει και σήμερα, αυτή την εβδομάδα. Εχει ενδιαφέρον να επισημανθεί εδώ ότι μια παρεμφερής πρόταση για τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων είχε καταρτισθεί στο παρελθόν, αξιοποιώντας και την πάγια θέση ότι «η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα πρέπει να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος». Δεν λειτούργησε γιατί μετά το 2004 ούτε Ελλάδα ούτε Κύπρος θέλησαν να αξιοποιήσουν ευρηματικά (και όχι στενόμυαλα) τον παράγοντα αυτόν. Μπορούν να τον αξιοποιήσουν έστω τώρα, έστω κάτω από δύσκολες συνθήκες. Γίνεται…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών