Μια κωμωδία ηθών και χαρακτήρων, μια καυστική κωμωδία για τις συντηρητικές ιδέες της εποχής της: Αυτός είναι ο «Εξηνταβελόνης» (1916) του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), που απέκτησε την αυτονομία του, κι ας αποτελεί την ελληνική διασκευή του «Φιλάργυρου» του Μολιέρου («L’ Avare», 1668).
Εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, κι ας διέτρεχε ώς την ηλικία των είκοσι πέντε χρόνων εκκλησιαστική διαδρομή, διαδέχθηκε τον πατέρα του στο αξίωμα του οικονόμου στην Αρχιεπισκοπή της περιοχής του. Επηρεασμένος από τον Αδαμάντιο Κοραή, όχι μόνον στα γλωσσικά αλλά και στα ιδεολογικά ζητήματα, δραστήριος και ένθερμος εκφραστής του Διαφωτισμού, δάσκαλος με γνώσεις ξένων γλωσσών, υποστηρικτής του Ελληνικού Αγώνα, ο Οικονόμου ταξίδεψε πολύ (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Οδησσός, Ρώμη). Στο τέλος της ζωής του, ωστόσο, βρήκε καταφύγιο στον συντηρητισμό.
Η Λίλλυ Μελεμέ, ένα από τα «παιδιά» του Στάθη Λιβαθινού και της Πειραματικής Σκηνής του επί Κούρκουλου, έχει ανεβάσει, μεταξύ άλλων, Τσέχοφ, Λόρκα, Στρίντμπεργκ, ενώ φέτος σκηνοθετεί και το «Από τη σιωπή ώς στην άνοιξη» (θέατρο Χορν). Εστησε τον «Εξηνταβελόνη» σεβόμενη τις ρίζες του: Εργο ελληνικό, κλασικής δραματουργίας, με ιδιάζουσα γλώσσα, υψηλών απαιτήσεων, και μουσικά ιντερλούδια. Κεντρικό θέμα του τα ανθρώπινα πάθη, μια που είναι σαφές ότι η φιλαργυρία του κεντρικού ήρωα κινείται σε νοσηρά επίπεδα. Μόνος του κόντρα σε όλους, ο Εξηνταβελόνης, αναγκάζεται τελικά να αποδεχθεί την πραγματικότητα και να γιατρευτεί. Την πλοκή συνθέτουν μικρές ιστορίες, γύρω από τον μεγάλο ασθενή, κωμικές αλλά διόλου επιδερμικές. Το πραγματικά ευφάνταστο σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, με κεντρικό στοιχείο την τεράστια ντουλάπα με τους θησαυρούς του Εξηνταβελόνη, υποστηρίχθηκε εξαιρετικά από το σπαρμένο τριγύρω (αφηρημένο) κόκκινο. Αλλά πολλά εξαντλήθηκαν εκεί. Με τη ματιά της σκηνοθέτριας να μένει εγκλωβισμένη στο έργο και τη γλώσσα, χωρίς να δημιουργήσει ένα νέο σύμπαν, στο οποίο να χωρά σήμερα ο «Εξηνταβελόνης». Κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με διασκευή ή σύγχρονη μεταφορά του κειμένου, αλλά με την ιδέα που (δεν) διαπέρασε την παράσταση.
Η ΓΛΩΣΣΑ. Στη σκηνή του Εθνικού ζωντάνεψε η ιστορία του Οικονόμου, χωρίς ωστόσο να φανεί ο λόγος που ανέβηκε: Η κωμική πλευρά δεν τονίστηκε. Η γλώσσα δεν έτυχε υποστήριξης -υπήρχε μια αγωνία να ειπωθεί σωστά. Η υπόγεια δραματική διάσταση δεν αναδείχθηκε. Ολοι κι όλα εξαντλήθηκαν στο να πούμε την ιστορία, ενώ τα μικρά κωμικά περιστατικά δεν συνέβαλαν στη σύνθεση ενός όλου. Κουραστικές ή αδιάφορες σκηνές, φλυαρίες πολλές παρά τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών, που κι αυτές δεν αναδείχθηκαν. Λες και ο σεβασμός να έγινε η παγίδα μέσα στην οποία έπεσαν όλοι μαζί. Λες κι ο μεγάλος ασθενής να μην ήταν ο φιλάργυρος, αλλά η ίδια η παράσταση.
Ο Χρήστος Βαλαβανίδης επιβεβαίωσε τη θεατρική ουσία και εμπειρία του και η Υρώ Μανέ το σκηνικό της ταμπεραμέντο. Η νεότερη γενιά των ηθοποιών έδωσε τον καλό της εαυτό, χωρίς εκπλήξεις. Στα θετικά η παρουσία της Εύας Σιμάτου, γιατί με την ερμηνεία της έφτιαξε μια περσόνα με ενδιαφέρουσα υποκριτική αυθάδεια. Κάτι που δεν έκαναν οι υπόλοιποι.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Παίζουν: Χρήστος Βαλαβανίδης, Γιώργης Τσουρής, Υρώ Μανέ, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Αμαλία Αρσένη, Γιώργος Στάμος, Εύα Σιμάτου, Σπύρος Μπιμπίλας, Κώστας Γαλανάκης
Παραστάσεις κάθε Τετάρτη – Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00 και κάθε Κυριακή στις 19.30 έως 12/3/2017