«Δημοκρατική, οικονομικά ανερχόμενη και αντικείμενο παγκόσμιου θαυμασμού: την ώρα που άλλα πολιτικά πρότυπα καταρρέουν, το τουρκικό μοντέλο επιδοκιμάζεται τόσο από τον λαό της χώρας, ο οποίος ξεφορτώνεται δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης που μεγάλωνε τη φτώχεια, όσο και από τους Δυτικούς, που ανησυχούσαν για την αντίδραση αυτού του λαού».
Αυτά έγραφε το «Time» το 2011 σε ένα πορτρέτο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος μόλις είχε εκλεγεί για τρίτη φορά πρωθυπουργός. Δεν ήταν μια εικόνα που είχε μόνο το αμερικανικό περιοδικό. Ολος ο παγκόσμιος Τύπος λίγο – πολύ τα ίδια έγραφε. Ο Ερντογάν ήταν βέβαια χολερικός και αυταρχικός τύπος, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά το κουσούρι το είχε πάρει από τον πατέρα του, τον οποίο, όταν ήταν μικρός, εκλιπαρούσε συχνά για επιείκεια φιλώντας τα παπούτσια του. Εκλεινε βέβαια τους αντιπάλους του στη φυλακή και τρομοκρατούσε τα μέσα ενημέρωσης, αλλά ήταν το τίμημα της διακυβέρνησης μιας αχανούς χώρας. Το σημαντικό ήταν ότι έκανε μεταρρυθμίσεις. Οτι ακολουθούσε σταθερά τον στόχο της ένταξης της χώρας του στην Ευρώπη. Οτι επιδίωκε την ειρήνη με τους Κούρδους. Και ότι έκανε θαύματα στην οικονομία: από το 2003 έως το 2010, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είδε την αγοραστική του δύναμη να τριπλασιάζεται.
Ναι, ο άνθρωπος αυτός είχε όλα τα φόντα να κερδίσει το στοίχημά του, να αποδείξει δηλαδή τόσο στους δημοκράτες όσο και στους φονταμενταλιστές ότι το Ισλάμ είναι συμβατό με τη δημοκρατία. Εκείνος δεν ήταν που στα τέλη του 1993, λίγους μήνες πριν εκλεγεί στα 40 του χρόνια δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, είχε πει σε μια συνέντευξή του ότι θα αντάλλασσε χειραψία με γυναίκες, γιατί «αν δεν το κάνεις προκαλείς αισθήματα αντιπάθειας και κόβεις αμέσως τους δεσμούς»; Μπορεί να μη θεωρούσε τις γυναίκες ίσες με τους άνδρες, αλλά τουλάχιστον θα τις σεβόταν. Μπορεί λίγα χρόνια αργότερα να διάβαζε σε μια συγκέντρωση ένα ποίημα που δεν ξεχείλιζε ακριβώς από πίστη στη δημοκρατία («Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας. Οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας. Ο Θεός είναι μεγάλος. Ο Θεός είναι μεγάλος»), αλλά έδωσε τη διαβεβαίωση ότι είχε μεταφορικό χαρακτήρα. Οι κυβερνώντες τον πίστεψαν και, παρότι αρχικά τον έστειλαν στη φυλακή και του απαγόρευσαν διά βίου να εκλεγεί σε οποιοδήποτε πολιτικό αξίωμα, στη συνέχεια άλλαξαν τον νόμο και του άνοιξαν τον δρόμο για την εξουσία.
Εκείνος δεν τους διέψευσε. Κι όταν εδραίωσε αυτή την εξουσία, διοργάνωσε και κέρδισε ένα δημοψήφισμα για τον περιορισμό της επιρροής των στρατιωτικών και των δικαστών στην πολιτική ζωή. Η εποχή των πραξικοπημάτων έπαιρνε οριστικά τέλος.
Το άστρο του νέου Σουλτάνου άρχισε να ξεθωριάζει τον Ιούνιο του 2013, όταν η καταστολή των ελευθεριών, η λογοκρισία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και το κυνήγι μαγισσών ξαφνικά κλιμακώθηκαν. Ισως αυτό να είχε να κάνει με τη συνειδητοποίηση ότι από την Ευρώπη δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα, οι πόρτες της ήταν στην πραγματικότητα κλειστές για την Τουρκία. Ισως να είχε σχέση με κάποιο πρόβλημα της υγείας του. Το βέβαιο είναι ότι ο Ερντογάν εγκατέλειψε ακόμη και τα προσχήματα. Σταμάτησε τις μεταρρυθμίσεις, διέκοψε τον διάλογο με τους Κούρδους και έβαλε μπρος το σχέδιό του να γίνει ο απόλυτος άρχων της χώρας. Με το ανάλογο παλάτι, φυσικά, που άρχισε να κτίζεται το 2014: θα είχε 1.150 δωμάτια, καθώς και μια αίθουσα ελέγχου συνδεδεμένη με όλες τις κάμερες παρακολούθησης της χώρας και όλα τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη του τουρκικού στρατού.
Οι συγκυρίες όμως δεν τον βοήθησαν. Μετά την Ευρώπη, η στάση που κράτησε ο Ερντογάν κατά τις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης τον αποξένωσε και από τους γείτονές του. Η επανάληψη των εχθροπραξιών με τους Κούρδους και οι τρομοκρατικές επιθέσεις που τη συνόδευσαν, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το κλίμα. Οι τζιχαντιστές θα ολοκλήρωναν το κακό. Η απόπειρα πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου ήταν, έτσι, πράγματι, «δώρο Θεού», καθώς έδωσε στον τούρκο πρόεδρο μια διέξοδο. «Το μόνο που του έλειπε για να εξισωθεί με τον Κεμάλ Ατατούρκ ήταν η στρατιωτική διάσταση» επισημαίνει ο Ζαν-Φρανσουά Περούζ, διευθυντής του γαλλικού Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών. «Τώρα την απέκτησε και αυτή».
Φορώντας τον μανδύα του «μπασκομουτάν», του γενικού επιτελάρχη δηλαδή, ο Ερντογάν θα σαρώσει πλέον τα πάντα. Θα συλλάβει, θα φυλακίσει, θα βασανίσει, θα τρομοκρατήσει, θα εκβιάσει, θα απολύσει, θα εξευτελίσει. Οχι ως θύτης αυτή τη φορά, αλλά ως θύμα. Κανένα ανθρώπινο δικαίωμα πλέον δεν γίνεται σεβαστό. Καμιά αξία δεν στέκεται όρθια. Κι επειδή κρατά στα χέρια του το κλειδί του Προσφυγικού, ξέρει ότι τα περιθώρια της κριτικής από την Ευρώπη είναι περιορισμένα. Οχι, σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν έγκλημα η έκδοση στην Τουρκία των οκτώ στρατιωτικών που έχουν ζητήσει άσυλο στη χώρα μας.
Με αυτά τα δεδομένα, θα σκεπτόταν κανείς ότι ο Ερντογάν θα κρατήσει αρνητική στάση στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Αλλά μπορεί να συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Η Τουρκία έχει επειγόντως ανάγκη από περιφερειακή σταθερότητα. Και η αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν αυτή τη στιγμή είναι η οικονομία. Η θετική έκβαση των συνομιλιών και η μετατροπή της Κύπρου σε ενεργειακό κόμβο που θα τροφοδοτεί την Τουρκία και την Ευρώπη με φυσικό αέριο, θα δώσουν στον Σουλτάνο την ανάσα που χρειάζεται. Η Ιστορία μάς βγάζει για άλλη μία φορά τη γλώσσα.