Οκτώ στους δέκα Έλληνες δεν παντρεύονται από έρωτα, αλλά με γνώμονα την οικονομική ασφάλεια που νιώθουν δίπλα στο άτομο το οποίο έχουν επιλέξει, σύμφωνα με μία νέα έρευνα.
Επιστήμονες του Ανδρολογικού Ινστιτούτου ρώτησαν 5.000 ζευγάρια ηλικίας 25 έως 65 ετών, πόσο σημαντικός είναι ο έρωτας, το σεξ και η οικονομική ασφάλεια στην επιλογή του/της ερωτικού/-ής συντρόφου.
Όπως έδειξαν οι απαντήσεις τους, μόνο για το 18% ο έρωτας ήταν η πιο σημαντική παράμετρος στη σχέση. Για τους υπόλοιπους το καθοριστικό ήταν η οικονομική ασφάλεια.
Αν και η έρευνα διεξήχθη την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2011-2016), οι επιστήμονες λένε ότι ανέκαθεν συνέβαινε αυτό και έχει άμεση σχέση με την επιβίωση.
«Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι οι Έλληνες ζουν στιγμές πάθους με άτομα που έχουν ερωτευθεί παράφορα, αδιαφορώντας για την ηλικία, το πορτοφόλι και τις συνήθειές τους, αλλά όταν πρόκειται για γάμο και συγκατοίκηση ο κλήρος πέφτει σε όποιον τους κάνει να νιώθουν ασφάλεια», λέει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου δρ Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης.
«Η επιλογή αυτή, όμως, εξηγεί γιατί τόσο συχνά δεν πάνε καλά τα πράγματα στη σεξουαλική ζωή των ζευγαριών. Οι σχέσεις ασφαλείας με ενταφιασμένη την επιθυμία και την τρέλα του έρωτα δεν είναι η σωστή συνταγή γι’ αυτήν».
Γιατί όμως διαλέγουμε με διαφορετικά κριτήρια την περιστασιακή από τη μόνιμη σχέση; Η απάντηση, κατά τον δρα Κωνσταντινίδη, κρύβεται στην επιβίωση των ειδών.
Όπως εξηγεί, υπάρχουν δύο βασικοί μηχανισμοί επιβίωσης: ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου για να προσέγγιση του άλλου φύλου και η επιλογή ενός συντρόφου για αναπαραγωγή.
Ο πρώτος μηχανισμός είναι πιο πρωτόγονος, άγεται από τα ένστικτα του ανθρώπου και είναι περισσότερο ανδρική υπόθεση. «Θυμός, καυγάδες αλλά και φόνοι ήταν παλαιότερα οι τρόποι επιβολής του ισχυρότερου απέναντι στον ασθενέστερο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις μονομαχίες των ιπποτών κατά το παρελθόν ή τις “μαγκιές” σήμερα στο δρόμο και τις αψιμαχίες στα μπαρ», λέει παραστατικά.
Αντιθέτως, ο δεύτερος μηχανισμός, αυτός της αναπαραγωγής, βασίζεται στην στρατηγική, επομένως στην κοινωνική δεξιότητα και ευφυΐα, και είναι περισσότερο γυναικεία υπόθεση.
«Η επιλογή ενός ασφαλούς συντρόφου που θα διαιωνίσει το είδος ήταν πάντα θηλυκό ένστικτο και κυριαρχούσε στις μόνιμες σχέσεις, αλλά έως πρότινος το μεταφράζαμε λάθος λόγω της ανδρικής κυριαρχίας σε κοινωνικό επίπεδο», προσθέτει ο δρ Κωνσταντινίδης.
«Ανθρωπολογικές μελέτες έχουν δείξει πως η γυναίκα είναι αυτή που επιλέγει εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τον ασφαλή σύντροφο και πατέρα των παιδιών της, και όχι ο άνδρας, όπως περιγράφεται στα στερεότυπα των σχέσεων σήμερα, όπου ο άνδρας φαίνεται να έχει την επιλογή, ενώ στην ουσία έχει ήδη επιλεγεί από το θήλυ».
Η ασφάλεια εξηγεί γιατί οι γυναίκες κατά κανόνα προτιμούν τους μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες, καθώςκαι γιατί νέες γυναίκες παντρεύονται μεσήλικες ή και ηλικιωμένους άνδρες.
«Οι μελέτες και η ιστορία επιβεβαιώνουν πως ο άνδρας, ωριμάζοντας γίνεται πιο ασφαλής σύντροφος για μια νέα γυναίκα και στις μέρες μας αυτό επιβεβαιώνεται γιατί στο οικονομικό σύστημα οι μεγάλοι σε ηλικία άνδρες εξασφαλίζουν ένα πιο σταθερό εισόδημα και μια ασφάλεια επιβίωσης, που μοιάζει να είναι επιλογή των νέων γυναικών για μια ζωή χωρίς προβλήματα», λέει ο ειδικός.
Πρόσφατη μελέτη με 10.000 ερωτηθέντες από 37 χώρες του κόσμου επιβεβαίωσε ότι η κυρίαρχη επιλογή των νεαρών γυναικών παραμένουν οι μεγαλύτεροι άνδρες και όχι οι συνομήλικοί τους.
Αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών δήλωσαν πως ιδανικά θα ήθελαν να είναι η γυναίκα τους 10 χρόνια μικρότερη ενώ θα άντεχαν να είναι μεγαλύτερή τους έως 4 χρόνια.
Επομένως, «η μεγάλη διαφορά ηλικίας στα ζευγάρια είναι φυσική επιλογή επιβίωσης και όχι ένα βίτσιο ή καπρίτσιο της άπληστης φύσης μας», κατέληξε ο δρ Κωνσταντινίδης.