Ηταν αναμενόμενο. Η φονική επίθεση με φορτηγό στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου έκανε την εσωτερική ασφάλεια πρώτη προτεραιότητα κυβέρνησης και πολιτείας στη Γερμανία. Η τρομοκρατική επίθεση φέρνει αυστηρότερα μέτρα ασφάλειας των πολιτών και σκληρότερα μέτρα δίωξης των επίδοξων τρομοκρατών.

Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είχε ζητήσει πριν από τα Χριστούγεννα από τους καθ’ ύλιν αρμόδιους υπουργούς να διερευνήσουν σε ποιον βαθμό πρέπει να αλλάξει το πλαίσιο λειτουργίας των διωκτικών Αρχών και του κράτους για την αποτελεσματικότερη αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων.

Τρεις εβδομάδες μετά την επίθεση του Βερολίνου, η κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών σκληραίνει αισθητά τη στάση της. Το βάρος πέφτει στους δυνητικούς τρομοκράτες, στην κατηγορία των λεγόμενων «επικίνδυνων» δραστών. Ατομα που κατατάσσονται στην κατηγορία αυτή θα πρέπει μελλοντικά να υπολογίζουν μεγαλύτερο διάστημα κράτησης και χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα.

Ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μάας σε συνεννόηση με τον Χριστιανοδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ θέλουν τη φύλαξη υπόπτων και με το σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης, το ηλεκτρονικό βραχιολάκι. Το μέτρο «δεν είναι πανάκεια», παραδέχεται ο Χάικο Μάας, αλλά διευκολύνει πολύ τη δουλειά της αστυνομίας. «Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να παρακολουθούμε όσο καλύτερα γίνεται τους επικίνδυνους» προσθέτει ο υπουργός Δικαιοσύνης. «Το ηλεκτρονικό βραχιολάκι δεν πρέπει να είναι ταμπού».

Τα μέτρα θα συγκεκριμενοποιηθούν σε συνάντηση που θα έχει σήμερα με τον υπουργό Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ, ο οποίος ήταν πάντα υπέρ αυστηρότερων μέτρων ασφαλείας. Εκείνοι που αντιδρούσαν ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι κάνουν στροφή μετά την τρομοκρατική επίθεση της 19ης Δεκεμβρίου στο Βερολίνο.

Η ταχύτερη απέλαση των υπόπτων για ισλαμική τρομοκρατία είναι το επόμενο βήμα. Ο υπουργός Δικαιοσύνης θέλει την κράτηση των «επικίνδυνων» στην περίπτωση που η χώρα καταγωγής δεν συνεργάζεται για την απέλασή τους. Θα μένουν υπό κράτηση μέχρις ότου σταλούν πίσω στη χώρα τους.

Η περίπτωση του δράστη της επίθεσης στο Βερολίνο είναι διδακτική. Ο Τυνήσιος Ανίς Αμρι είχε χαρακτηριστεί «επικίνδυνος». Αλλά δεν απελάθηκε το περασμένο καλοκαίρι, επειδή η Τυνησία δεν εξέδιδε τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα. Τελικά ήρθαν λίγες ημέρες μετά την επίθεση στις 19 Δεκεμβρίου.

Η περίπτωση Αμρι άλλαξε τη στάση των Σοσιαλδημοκρατών και στο ζήτημα των απελάσεων. Ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του SPD Τόμας Οπερμαν είναι της γνώμης ότι η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να σκεφτεί και κυρώσεις εναντίον χωρών οι οποίες αρνούνται να δεχτούν υπηκόους τους όταν απορρίπτεται το αίτημα ασύλου στη Γερμανία.

Οι χώρες του Μάγρεμπ, Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, δεν αναγνωρίζονται από τη Γερμανία ως «ασφαλείς τρίτες χώρες» για να είναι αυτόματη και η απέλαση των υπηκόων τους. Την απόφαση μπλοκάρουν στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο οι Πράσινοι. Επικρίνουν τα κυβερνητικά κόμματα για ανταγωνισμό ακτιβισμού στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας. Ο πρόεδρος του κόμματος «Αριστερά» από την πλευρά του προειδοποιεί ότι οι νέες ποινές θέτουν σταδιακά υπό αμφισβήτηση το κράτος δικαίου. Αλλά η «Αριστερά» έχει τα δικά της προβλήματα με την κριτική στη Μέρκελ. Η κοινοβουλευτική ηγέτις του Λίνκε Σάρα Βάγκενκνεχτ ρίχνει στη Μέρκελ την ευθύνη για τους νεκρούς της επίθεσης στο Βερολίνο. Το ίδιο που κάνει και το ακροδεξιό, ξενοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Θολός ο όρος

Στους «επικίνδυνους» οι Αρχές κατατάσσουν κάποιον, όταν θεωρούν ότι μπορεί να πραγματοποιήσει μια τρομοκρατική επίθεση. Ο όρος είναι αρκετά θολός. Αφορά πρωτίστως τους «εισαγόμενους» δυνητικούς τρομοκράτες, τους οποίους η Γερμανία θέλει να απελάσει στη χώρα καταγωγής. Το βραχιολάκι όμως προορίζεται και για τους εκατοντάδες γερμανούς υπηκόους της κατηγορίας των «επικίνδυνων».