Ηταν ένας Ομπάμα κλασικός. Σταθερός και ευαίσθητος, γοητευτικός και με χιούμορ, πατερναλιστικά καθησυχαστικός αλλά και ανήσυχος για το μέλλον, εξομολογητικός. Ηταν ένας Ομπάμα που δάκρυσε και που δεν δίστασε να πει ότι οι συμπολίτες του τον έκαναν «καλύτερο άνθρωπο». Αλλά αυτός ήταν και ο τελευταίος Ομπάμα που άκουσαν οι αμερικανοί πολίτες να μιλά από τη θέση του προέδρου. Για να ρίξει τους τίτλους τέλους ο Μπαράκ Ομπάμα επέλεξε το Σικάγο, την πόλη από την οποία ξεκίνησε πριν από δώδεκα χρόνια μια μετεωρική πορεία, που τον οδήγησε πρώτα στη Γερουσία και έπειτα από μόλις τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο. «Νέος σε αυτή την πόλη προσπαθούσα να καταλάβω και να μάθω ποιος είμαι και τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Εδώ σε αυτή την πόλη είδα τη δύναμη των σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων. Εδώ σε αυτή την πόλη είδα τη δύναμη της αλλαγής, πώς αυτή έρχεται όταν εμπλακούν και την απαιτήσουν οι απλοί άνθρωποι».
Η δημοκρατία κινδυνεύει. Οκτώ χρόνια μετά την ημέρα που ορκίστηκε 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ομπάμα δεν είχε καμία αμφιβολία: «Η Αμερική είναι καλύτερη και ισχυρότερη από κάθε άποψη σε σχέση με το 2008» –όταν εκείνος πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Εσπευσε ωστόσο να προειδοποιήσει τους συμπολίτες του ότι η δημοκρατία κινδυνεύει όταν τη θεωρούμε δεδομένη. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι η δημοκρατία δεν απαιτεί ομοιομορφία. Οι ιδρυτές του έθνους καβγάδιζαν και συμβιβάζονταν και περιμένουν ότι και εμείς θα κάνουμε το ίδιο. Γνώριζαν όμως ότι η δημοκρατία απαιτεί μια βασική αίσθηση αλληλεγγύης –την ιδέα ότι, παρ’ όλες τις εξωτερικές διαφορές μας, όλοι είμαστε μαζί. Οτι όλοι σηκωνόμαστε ή πέφτουμε σαν ένας» τόνισε.
Ο διάδοχος. Ηταν ένα μήνυμα ομοψυχίας που είχε ασφαλώς έναν συγκεκριμένο αποδέκτη: τον διάδοχό του στον Λευκό Οίκο, ο λόγος του οποίου παραμένει τόσο διχαστικός όσο ήταν κατά την προεκλογική περίοδο.
Από τον δικό του συναινετικό λόγο έγινε εμφανές ότι το μυαλό του δεν ήταν στο παρελθόν, στον απολογισμό των δύο θητειών του ή στην προσωπική του διαδρομή από το Σικάγο έως την Ουάσιγκτον, αλλά στο μέλλον, στην επόμενη ημέρα μιας Αμερικής που έχει στο τιμόνι τον Ντόναλντ Τραμπ. Φυσικά αναφέρθηκε στην ανάσχεση της οικονομικής κρίσης, στην ανάσταση της αυτοκινητοβιομηχανίας, στις θέσεις εργασίας που αυξάνονται συνεχώς, στην άνοιξη στις σχέσεις με την Κούβα, αλλά και στη βελτίωση των σχέσεων με το Ιράν, στην εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν, στην αναγνώριση του γάμου των γκέι, στο άνοιγμα του συστήματος υγείας σε 20 εκατ. Αμερικανούς που ήταν αποκλεισμένοι.
Η χάρη. Παράλληλα, όμως, αναφέρθηκε στους σοβαρούς κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία: την οικονομική ανισότητα και τις φυλετικές διακρίσεις. Είναι όμως και κάτι ακόμη: η τάση τμημάτων της κοινωνίας να κλείνονται στο «συννεφάκι» τους και να διαμορφώνουν απόψεις που δεν βασίζονται σε κοινές παραδοχές. «Εχω μια τελευταία χάρη να σας ζητήσω: να πιστέψετε. Οχι στη δική μου ικανότητα να φέρω την αλλαγή αλλά στη δική σας» ήταν το μήνυμά του πριν στραφεί προς τη Μισέλ: «Τα τελευταία 25 χρόνια δεν ήσουν απλώς η σύζυγος και η μητέρα των παιδιών μου αλλά και η καλύτερη φίλη μου. Ανέλαβες έναν ρόλο που δεν ζήτησες και έδωσες τη δική σου χάρη σε αυτόν, στυλ και χιούμορ. Εκανες τον Λευκό Οίκο ένα μέρος που ανήκει σε όλους».