«Ο εμποράκος»: Πόσο πιστή είναι η εικόνα που έχουμε για το σύγχρονο Ιράν; Το 2005, δύο μήνες μετά την εκλογή του προέδρου Αχμαντινετζάντ, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την απαγόρευση των ταινιών που προωθούν «τον ατομικισμό, τον φεμινισμό, την ανήθικη συμπεριφορά και την κατάχρηση ναρκωτικών ή βίας». Πρόσφατα, ο υπουργός Πολιτισμού της χώρας άσκησε αυστηρή κριτική για τη «μη ισλαμική φύση» των σχέσεων, όπως αυτές απεικονίζονται στο ιρανικό σινεμά τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, παρά το θεσμικό βάρος πίσω από τη λογοκρισία (μη ξεχνάτε τον κατ’ οίκον περιορισμό του Τζαφάρ Παναχί), μια νέα κινηματογραφία μοιάζει να αναδύεται. Και οι σκηνοθέτες αναζητούν πάντα τα κενά του συστήματος, μέσα από τα οποία διεισδύουν όπως ακριβώς και το νερό μέσα από μια ρωγμή. Μια τέτοια ιστορία στήνει ο Ασγκάρ Φαραντί, ο σημαντικότερος ίσως ιρανός δημιουργός σήμερα.

Εδώ, ο Εμάντ και η Ράνα, δυο ηθοποιοί, αναγκάζονται να αφήσουν το ετοιμόρροπο διαμέρισμά τους και να μεταφερθούν σ’ ένα διαμέρισμα στην Τεχεράνη. Η σχέση τους αρχίζει να αλλάζει, ενώ η παράσταση που ανεβάζουν, «Ο θάνατος του εμποράκου», συνεχίζεται. Εκείνη δέχεται την επίθεση ενός αγνώστου μέσα στο σπίτι της και ο σύζυγός της αναλαμβάνει να βρει μόνος του τον ένοχο, βιώνοντας έναν αναπάντεχο παραλληλισμό. Αντιγράφω από συνέντευξη του σκηνοθέτη: «Διάβασα τον “Θάνατο του εμποράκου” όταν ήμουν ακόμη μαθητής. Με είχε συγκλονίσει, κυρίως για τις αναφορές στις ανθρώπινες σχέσεις. Η πιο σημαντική του διάσταση είναι η κοινωνική κριτική της περιόδου της Ιστορίας που η ξαφνική μεταμόρφωση της αστικής Αμερικής προκάλεσε την καταστροφή μια συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Η κατηγορία των ανθρώπων που δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στη μοντερνοποίηση καταστράφηκε. Τα πράγματα αλλάζουν με ιλλιγιώδεις ρυθμούς και η κατάσταση είναι “προσαρμόσου ή πέθανε”. Η κοινωνική κριτική στην καρδιά του έργου ισχύει για τη χώρα μας σήμερα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Φαραντί είναι ένας μεγάλος μάστορας της αφήγησης. Για πρώτη φορά όμως αισθάνθηκα πως ο σημειολογικός σκελετός πίσω από την πλοκή γινόταν ολοένα και πιο φανερός: Επιασα τον εαυτό μου να παρατηρεί περισσότερο τη μεταφορική αφήγηση της εικόνας παρά την πλοκή την ίδια. Το ζήτημα της εκδίκησης βέβαια έχει απασχολήσει πλήθος σκηνοθετών, με εξέχουσα (και σημαντικότερη) στιγμή τον αριστουργηματικό «Ανθρωπάκο» που σκηνοθέτησε ο μέγας Μάριο Μονιτσέλι το 1977 με τον Αλμπέρτο Σόρντι και τη Σέλεϊ Γουίντερς –θυμηθείτε επίσης και το «Old-Boy» του Παρκ Τσαν Γουκ καθώς και το «Μη αναστρέψιμος» του Γκασπάρ Νοέ. Ταινίες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, που όμως αποφεύγουν τις παγίδες του μοραλιστικού διδακτισμού.

Και εδώ είναι που «σκαλώνει» η δική μου εκτίμηση για τον «Εμποράκο»: Πίσω από τις σεναριακές διχάλες που, από το δεύτερο μισό του φιλμ και μετά, ξεπροβάλλουν σε κάθε σκηνή, το φιλμ του Ασγκάρ Φαραντί μιλάει μεν για όλα αυτά που υπογραμμίζει ο ίδιος ο δημιουργός στις παραπάνω δηλώσεις, το κάνει όμως συνδυάζοντας ένα στόρι μάλλον κραυγαλέο στις σημάνσεις του, που μάλιστα παρουσιάζεται ως η «διπλοτυπία» ενός κλασικού έργου τέχνης. Μόνο που, όπως έχει γράψει και ο Γούντι Αλεν, η ζωή δεν μιμείται τη τέχνη αλλά την κακή τηλεόραση.

Βαθμοί: 7