Ο Τζέιμς Φράνκο είχε βρεθεί στη Ρώμη το 2013 για τα γυρίσματα του «Τρίτου προσώπου» του Πολ Χάγκις ως πρωταγωνιστής μαζί με τη Μίλα Κούνις. Οσο οι παπαράτσι κυνηγούσαν τη γοητευτική ηθοποιό και μοντέλο και τον σύντροφό της Αστον Κούτσερ –οι οποίοι διατηρούν βίλα στην Αιώνια Πόλη -, εκείνος βρέθηκε προσκεκλημένος σε δείπνο από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Κι όσο κι αν ο Αμερικανός συστήνεται ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό και να μην πάρει μια συνέντευξη από τον βραβευμένο με Οσκαρ δημιουργό του «Τελευταίου αυτοκράτορα», την οποία δημοσιεύει η ιταλική «Κοριέρε ντέλα Σέρα» στην ηλεκτρονική της σελίδα.
Θα με ενδιέφερε να μου μιλήσετε για την εποχή πριν ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο, αλλά και τα πρώτα σας βήματα.
Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος σε σχολείο και αρκετά γνωστός ποιητής στην Ιταλία. Για μένα ήταν φυσικό να αρχίσω να γράφω ποίηση. Στα 21 μου χρόνια εξέδωσα μάλιστα κι ένα βιβλίο. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου ήταν ήδη φίλος με τον Παζολίνι, ο οποίος έμενε στο ίδιο κτίριο με εμάς. Μια μέρα –ήμουν 20 ετών τότε –τον συναντώ στην πόρτα και με ρωτάει: «Σου αρέσουν οι ταινίες, σωστά; Διότι θα γυρίσω μία τώρα και σε θέλω ως βοηθό σκηνοθέτη». «Τι πράγμα;» του λέω. «Ναι, θα γυρίσω μια ταινία υπό τον τίτλο “Aκατόνε” (σ.σ.: ζητιάνος)» επιμένει. «Μα, Πιερ Πάολο, δεν έχω κάνει ποτέ τον βοηθό σκηνοθέτη» αντιτείνω. «Κι εγώ δεν έχω ποτέ μου σκηνοθετήσει ταινία» ήταν η απάντησή του.
Κι αυτή ήταν η πρώτη σας εμπλοκή με τα γυρίσματα μιας ταινίας;
Ναι, αλλά ήμουν ήδη παθιασμένος με τον κινηματογράφο. Ημουν 18-19 ετών όταν πήγα στο Παρίσι κι αντί να επισκεφθώ το Λούβρο πέρασα όλες μου τις ημέρες στην Ταινιοθήκη που ήταν το πανεπιστήμιο όλων, του Γκοντάρ, του Τριφό, του Ρομέρ… Τότε είδα το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Ηταν το 1960. Τώρα πια είμαι πάνω από 70 κι εκείνα ήταν τα πρώτα μου βήματα. Δουλεύοντας με τον Παζολίνι έμαθα να σκηνοθετώ. Εβλεπα έναν εκπληκτικό άνθρωπο, μια ιδιοφυΐα που έγραφε ποίηση, μυθιστορήματα, δοκίμια. Δεν ξέρω πώς το έκανε. Ηταν απίστευτος. Δούλευε σαν τρελός, αλλά δεν φαινόταν ότι δούλευε. Το πιο ωραίο ήταν να βλέπεις πώς επινοούσε τον κινηματογράφο του. Ο Παζολίνι δεν είχε κινηματογραφική κουλτούρα όπως εγώ, που πήγαινα διαρκώς να παρακολουθώ ταινίες. Κι έβλεπα έναν σκηνοθέτη να γεννιέται μπροστά στα μάτια μου, κι όχι οποιονδήποτε σκηνοθέτη. Μιλάμε για τον Παζολίνι.
Τι διαφορετικό έκανε από έναν σκηνοθέτη που ήδη ήξερε τη δουλειά; Δεν χρησιμοποιούσε επαγγελματίες ηθοποιούς, κοστούμια;
Επαγγελματίες ηθοποιούς ούτε για δείγμα, αλλά ήταν σίγουρος για το τι έκανε. Πρότυπό του ήταν «Τα πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγερ. Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία. Ο Παζολίνι είχε γράψει την υπόθεση για την ταινία «Βίαιος θάνατος», αλλά εκείνη την εποχή ήθελε να κάνει το «Μάμα Ρόμα». Ο παραγωγός που είχε τα δικαιώματα του είπε: «Αφού δεν θέλεις να το κάνεις, ποιος θα μπορούσε;». Κι εκείνος πρότεινε τον Σέρτζιο Τσίτι, με τον οποίο είχε ήδη δουλέψει, κι εμένα. Γράψαμε το σενάριο σε έναν μήνα. Αρεσε στον παραγωγό, ο οποίος και με ρώτησε: «Θέλεις να το σκηνοθετήσεις, σωστά;». Απάντησα θετικά και μου έδωσε το πράσινο φως να προχωρήσω. Τα πόδια μου τρέμανε, αλλά τρεις μήνες μετά έκανα την πρώτη μου ταινία. Μπορεί το σενάριο να ήταν σύλληψη του Παζολίνι, όμως από τη στιγμή που θα το σκηνοθετούσα εγώ ήθελα να το αλλάξω ριζικά. Ηθελα να διαφοροποιηθώ από εκείνον και ο τρόπος μου ήταν να θέσω τη μηχανή λήψης σε διαρκή κίνηση.
Τι μάθατε από αυτή την πρώτη φορά;
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν ηθοποιοί, όπως και στις ταινίες του Παζολίνι. Ηταν άνθρωποι από φτωχογειτονιές. Σε σχέση με το υπόλοιπο συνεργείο ήμουν ο νεότερος όλων.
Πώς γεννιέται τελικά ένας μεγάλος σκηνοθέτης; Ποια είναι τα πρώτα του βήματα;
Δεν φοίτησα σε καμία σχολή και για μεγάλο διάστημα έλεγα «το σχολείο είναι αηδία». Μετά κατάλαβα ότι κάποιος πρέπει να μάθει τι σημαίνει να είσαι σκηνοθέτης στην πράξη.
Είπατε όντως στον Μάρλον Μπράντο ότι «θα καταφέρω να βγάλω από μέσα σου κάτι πολύ προσωπικό» για το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι»;
Ναι, και μου απάντησε: «Είσαι σίγουρος; Είσαι ικανός να το κάνεις;». Στο τέλος της πρώτης προβολής ήταν κάπως στενοχωρημένος. Δεν ξέρω τον λόγο. Πιστεύω ότι είχε θυμώσει με το ότι στην ταινία υπήρχαν πολλά… Δεν εννοώ τα μυστικά του, μα σκέψεις κρυφές, σαν να μην είχε καταλάβει τι μου είχε δώσει διότι δεν υπήρχε ένα αληθινό σενάριο.
Και η σχέση σας με τον Ντε Νίρο;
Θυμάμαι όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Τον είχα δει μια φορά στο Λος Αντζελες, αλλά ήταν στη Νέα Υόρκη όταν μας πήρε με τη γυναίκα μου –εκείνος ήταν με την Ντάιαν Αμποτ –να πάμε να δούμε τον Μπομπ Ντίλαν στην Πλατεία Μάντισον. Λέει στον οδηγό του ταξί: «Μη στρίβεις εδώ, στον επόμενο δρόμο πρέπει να στρίψεις. Μόλις έκανα τον “Ταξιτζή” στη Νέα Υόρκη. Ξέρω πώς να το κάνω. Γι’ αυτό μην κάνεις λάθη όταν είμαστε μαζί». Το έλεγε σοβαρά. Μετά ήρθε να κάνουμε το «1900» στην Εμίλια, τη γενέτειρά μου κοντά στην Πάρμα, και την πρώτη εβδομάδα δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Από τη μια μεριά είχα τον Ντε Νίρο και από την άλλη τον Ντεπαρντιέ, οι οποίοι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν τους, αλλά η κατάσταση είχε ως εξής: ο Μπομπ είχε ανάγκη να μιλά συνέχεια κι ο Ζεράρ έκανε ό,τι ήθελε.