Πέρασαν τρεις δεκαετίες από το 1981 όταν «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» του Φρανσουά Τριφό, την οποία υποδυόταν η Φανί Αρντάν, μαζί με τον εραστή της Ζεράρ Ντεπαρντιέ συγκλόνισαν με το ερωτικό τους πάθος τους θεατές. Σήμερα, παραμονές του κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ, η σπουδαία ηθοποιός και ο πληθωρικός σταρ δημιουργούν άλλη μία φορά ένα ντουέτο κινηματογραφικής γοητείας, καθώς η Αρντάν σκηνοθετεί τον Ντεπαρντιέ στην ταινία «Το ντιβάνι του Στάλιν», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ζαν-Ντανιέλ Μπαλτασά «Le divan de Staline» (εκδ. Seuil, 2013).

Η ταινία προσφέρει ένα «εναλλακτικό» πορτρέτο του Στάλιν, καθώς τον συναντάμε στη διάρκεια των ολιγοήμερων διακοπών του στο δάσος, όπου μαζί με την ερωμένη του Λύδια (την οποία υποδύεται η Εμανουέλ Σινιέ) σκοπεύουν να περάσουν στιγμές απόλυτης χαλάρωσης. Ωστόσο, ένα ντιβάνι σε ένα από τα δωμάτια του κάστρου δίνει στο ζευγάρι την ιδέα για ένα ιδιαίτερο παιχνίδι, καθώς εκείνη την εποχή η φροϊδική ψυχαναλυτική πρακτική επέβαλλε την αναπόληση του παρελθόντος. Κάπως έτσι ο Ντεπαρντιέ – Στάλιν ξαπλώνει στο ντιβάνι και αρχίζει να μιλά στη Λύδια για τις πιο μύχιες σκέψεις του και τα όνειρά του. Μόνο που όταν «ψυχαναλύεις» έναν άνθρωπο σαν τον Στάλιν δεν ξέρεις ποτέ τι πρόκειται να φέρεις στην επιφάνεια, ειδικά όταν η παρουσία ενός νεαρού όμορφου ζωγράφου (Πολ Αμί), ο οποίος πρόκειται να φτιάξει «ένα μνημείο στο μεγαλείο του ηγέτη», δημιουργεί μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Οπως λέει η Αρντάν, η ταινία προέκυψε από το ενδιαφέρον της για τη ρωσική ιστορία αλλά και από την εκτίμησή της για τον Ντεπαρντιέ. «Ο Ζεράρ θα δημιουργούσε την απαραίτητη αμφισημία για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, το παιχνιδιάρικο πνεύμα του, την ικανότητά του να σε σαγηνεύει, τη λαμπρή ευφυΐα του, την ευαισθησία του».

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ. Ωστόσο, η ίδια η προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν δίνει έναυσμα για την κινηματογραφική του αξιοποίηση. Ο «πατερούλης των λαών» επιθυμούσε να ενορχηστρώνει την εμφάνισή του στο νέο μέσο επικοινωνίας που του παρείχε η εποχή του, δηλαδή τη μεγάλη οθόνη. Σε αντίθεση με τον Χίτλερ, ο οποίος προτιμούσε να εμφανίζεται μόνο σε επίκαιρα που προπαγάνδιζαν την ηγετική φυσιογνωμία του –όπως δείχνει και η δουλειά της Λένι Ρίφενσταλ -, ο Στάλιν χειρίστηκε διαφορετικά τη διάδοση του σοβιετικού κινηματογράφου. Ο γάλλος θεωρητικός του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν επισημαίνει ήδη από τη δεκαετία του 1960 πως «οι σοβιετικοί σκηνοθέτες τόλμησαν να ασχοληθούν με τις εν ζωή ιστορικές προσωπικότητες της εποχής τους. Αυτό το φαινόμενο υπάκουε στη λογική της κομμουνιστικής τέχνης που εξυμνούσε τους πρωταγωνιστές της πρόσφατης ιστορίας. Γι’ αυτό και ο Στάλιν εμφανιζόταν ο ίδιος στην οθόνη ακόμη και στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετέχοντας σε ιστορικές ταινίες που δεν είχαν χαρακτήρα μονταρισμένων πλάνων από τα επίκαιρα της εποχής». Ο σοβιετικός ηγέτης ήταν φανατικός της νέας τέχνης της κινούμενης εικόνας βλέποντας δύο ταινίες κάθε νύχτα στην αίθουσα προβολών εντός του Κρεμλίνου και εκφράζοντας την προτίμησή του για τους αμερικανούς σταρ και ιδιαίτερα τον Τζον Γουέιν.

Παράλληλα με τις εμφανίσεις του ίδιου του Στάλιν, η διεθνής φιλμογραφία περιλαμβάνει αρκετές ταινίες με ηθοποιούς που υποδύθηκαν τον δικτάτορα, όπως οι Μικαΐλ Τζελοβάνι και Αλεξέι Ντίκιι. Ετυχαν μάλιστα της εύνοιας του ηγέτη τους, καθώς ο τελευταίος τους δώρισε αυτό που θεωρούσε πολύτιμο δώρο: ένα μπουκάλι με κονιάκ της προτίμησής του. Συνέβη το 1947 και το 1949 με τρεις ταινίες του Ντίκιι για τη «Μάχη του Στάλινγκραντ» του Βλαντίμιρ Πετρόφ. Και με την ερμηνεία του Τζελοβάνι το 1949 στην «Πτώση του Βερολίνου» του Μικαΐλ Τσιαουρέλι. Ωστόσο μια ταινία γύρω από την ηγετική φυσιογνωμία της Σοβιετικής Ενωσης δεν ολοκληρωνόταν πάντα με δάφνες και δοξολογίες των δημιουργών της. Το τίμημα ήταν διαφορετικό για την ομάδα παραγωγής της θρυλικής αμερικανικής ταινίας «Καζαμπλάνκα», τον σκηνοθέτη Μάικλ Κέρτις και τον σεναριογράφο Χάουαρντ Κοχ, οι οποίοι ανέλαβαν τη χολιγουντιανού ύφους ταινία προπαγάνδας «Αποστολή στη Μόσχα» (1943). Πρόθεσή τους ήταν να υποστηρίξουν τη συμμαχία Αμερικανών και Ρώσων ενάντια στους Ναζί. Στην ταινία ο ηθοποιός του θεάτρου Μάναρτ Κίπεν υποδύθηκε έναν μετριόφρονα Στάλιν, το χάρισμα του οποίου ήταν απόρροια της ευφυΐας ενός οραματιστή. Και δίνει στον νέο πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ενωση ένα αψεγάδιαστο μάθημα γεωπολιτικής. Ομως μετά τη λήξη του πολέμου κατά τη μακαρθική περίοδο ο Χάουαρντ Κοχ μπήκε στη μαύρη λίστα επειδή υπέγραψε αυτήν τη φιλοκομμουνιστική ταινία.