Το χιούμορ ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την ευφυΐα. Προϋποθέτει αντιληπτική ικανότητα, φαντασία, κρίση, επισήμανση του ουσιαστικού, αυτοσαρκασμό, timing. Ετσι (όπως μόνο τον βλάκα μπορείς να μιμηθείς και όχι τον έξυπνο) είναι εύκολο να προσποιηθείς τον σοβαρό, αδύνατον όμως να παραστήσεις ότι έχεις χιούμορ. Διότι τότε, γίνεσαι ο ίδιος το αστείο. Στο θέατρο είναι κάτι σαν τον τύπο του μπουφόνου, στον κινηματογράφο κάτι σαν τον Γκιωνάκη στα «Κίτρινα γάντια».
Ο Πρωθυπουργός δεν έχει χιούμορ. Οπως όμως πολλοί που απολαμβάνουν την εξουσία –αντιλαμβανόμενοι εξ ενστίκτου την αξία του –θεωρεί ότι έχει. Γι’ αυτό και λέει, απαντώντας αν θα πάει στη Γενεύη, κάτι σαν το προχθεσινό: «Με τα χιόνια ήρθε η Γενεύη στην Αθήνα». Ή το παλαιότερο: «Το Προσφυγικό είναι πρόβλημα καθολικό, γι’ αυτό ήρθε ο ηγέτης των καθολικών». Ατάκες που εκτιμούν μόνο όσοι λένε τα αστεία χωρατά ή καλαμπούρια. Οπως, για παράδειγμα, αυτοί που είχαν τη φαεινή ιδέα να υποδεχθούν, λες και είναι cheerleader της Εθνικής Μπάσκετ, τον Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη με στρατιωτική μπάντα που παιάνιζε, ενώ έκανε σχηματισμούς μαζορέτας, το «Final Countdown». Μπορεί βέβαια όλα αυτά να εντάσσονται σε ένα πρόγραμμα που λέει ότι αφού δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε φτηνό άρτο ας δώσουμε δωρεάν θεάματα. Οταν ο Γιώργος Κυρίτσης, ντυμένος «με-έστησαν-σε-ραντεβού-στην-Πλατεία-Αγίας-Ειρήνης», λέει «ε, μας έμειναν και 1.000 πρόσφυγες σε σκηνές» και ο Παύλος Πολάκης κάνει πολιτική με αλαλάζουσες αναρτήσεις στα social media στις τέσσερις τα χαράματα, τότε οι μπουφόνοι του παγκόσμιου θεάτρου συναντούν τους Μόντι Πάιθον.