Για να ψηλαφίσουμε το χιούμορ του ανδρός, ας αρχίσουμε από τα σχετικώς εύκολα: μια παλιότερη γελοιογραφία του, δημοσιευμένη τον Δεκέμβριο του 2012, απεικόνιζε τη χριστουγεννιάτικη φάτνη τη στιγμή που ο νοικοκύρης της υποδεχόταν τους τρεις μάγους. «Ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου; Τι να τα κάνει;» ρωτούσε απορημένος ο Ιωσήφ τον έναν. «Να τα φυλάξει! Θα πάρουν αξία τη Δευτέρα Παρουσία» απαντούσε εκείνος. Σε διαφορετικό κλίμα, ένα άλλο σκίτσο καταπιανόταν με ξακουστό κρητικό χωριό όταν δεχόταν εφόδους των διωκτικών Αρχών. Δύο αστυνομικοί, στημένοι πλάι σε μια ταμπέλα σουρωτήρι από τις σφαίρες, ρωτούσαν τον αρχηγό τους: «Τι απάντησε ο πρόεδρος των Ζωνιανών;». Κι ο αρχηγός τούς μετέφερε αποκαρδιωμένος μια φράση που κάθε κωμικός θα ήθελε να έχει αποδώσει στον ανυπότακτο πρόεδρο: «Παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα».
Ο Ανδρέας Πετρουλάκης, βέβαια, ποτέ δεν ενδιαφερόταν μόνο για γελοιογραφίες ευρύτερης αποδοχής. Στο μαθητικό του δωμάτιο, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, εκτός από αφίσες του Τζιμ Μόρισον και του Γιώργου Δεληκάρη, είχε τα αιχμηρά σκίτσα των Γιάννη Καλαϊτζή και Γιάννη Ιωάννου. Προσπαθούσε να τους αντιγράψει και όσο και αν πίστευε ότι ματαιοπονεί, τελικά θα γινόταν συνάδελφός τους, με σπουδές στη ρομαντική των αυτοδίδακτων σχολή. Πανεπιστημιακές γνώσεις απέκτησε, σε αντικείμενο όμως που μάλλον συνειρμική σχέση είχε με τη γελοιογραφία: σπούδασε ακτινολόγος, περίπου όταν άρχιζε να «ακτινογραφεί» επαγγελματικά την επικαιρότητα. Πρωτοδημοσίευσε στο «Αντί» και το 1985 πήγε στο «Βήμα». Σύντομα μετακόμισε στην «Αυγή», όπου για 15 χρόνια παρέδιδε γελοιογραφίες με βασικό μέλημα την πλάγια και πρωτότυπη χιουμοριστική ματιά ή τις μολυβιές που παρότι (ή επειδή) ήταν χαλαρές, άφηναν χώρο στα γνωρίσματα των πρωταγωνιστών.
Ηταν εποχές που ένας σκιτσογράφος βαριόταν μεν να σχεδιάζει τον Κολοσσό της Ρόδου όταν δήθεν εντοπιζόταν, αλλά και που η τέχνη του συνδιαλεγόταν με αυξανόμενη ποικιλία θεμάτων και αναγνωστών. Τέτοιες έντονες περιόδους ο Πετρουλάκης θα τις αποτύπωνε σε κάμποσα άλμπουμ, θα συνεργαζόταν με την «Πρώτη», το «Εθνος», το «Μετρό», τη «Γαλέρα», ενώ το 2000 θα περνούσε στις τάξεις της «Καθημερινής». Στην ιστοσελίδα protagon, θα αποδείκνυε από το 2009 ότι είναι καλός χειριστής και του γραπτού λόγου. Το πνεύμα των άρθρων του ίσως συνοψιζόταν στη φράση «πες μου ποιον δεν βαράω», που ανέκαθεν απηύθυνε σε τυχόν ενοχλημένους. Καταπιανόταν και με τον Απόστολο Τζιτζικώστα ή τον Αργύρη Ντινόπουλο, μα και με τον Νίκο Φίλη ή τον Αριστείδη Μπαλτά. Σταχυολογώντας προχείρως από τη στάση του σε διάσημους συλλογικούς καβγάδες της κρίσης, για εκείνη τη γελοιογραφία της «Αυγής» με τον Σόιμπλε θα έλεγε (δικαίως, αν επιτρέπεται) ότι όσοι στήριζαν το «Charlie Hebdo» «δεν δικαιούνται να την κατακρίνουν». Ενα κριτικό κείμενό του για εκείνον τον αδικοχαμένο αντιμνημονιακό μπλόγκερ που μετά θάνατον αποδείχθηκε συνεργάτης της Ολγας Γεροβασίλη, είχε χαρακτηριστεί από αρκετούς (πάλι δικαίως, αν μας πέφτει λόγος) βιαστικό.
Πάμε λοιπόν και στα φαινομενικώς πιο δύσκολα: το άρθρο για το οποίο ο Πετρουλάκης βρέθηκε την Πέμπτη στα δικαστήρια έχει τον τίτλο «Πάνος Καμμένος: Εχουν αρχίσει και του μοιάζουν». Υπότιτλος, «Τα φλογερά και αντιευρωπαϊκά παραληρήματα του κ. Καμμένου αντανακλούν και χρεώνονται σε όλη την κυβέρνηση». Μέσο δημοσίευσης το protagon και ημερομηνία η 17η Μαρτίου 2015. Λίγες ημέρες αργότερα ο υπουργός Αμυνας και πρόεδρος των ΑΝΕΛ θα κατέθετε αγωγή, εντοπίζοντας στο κείμενο ψευδή γεγονότα ή συκοφαντικές αναφορές που του προκάλεσαν ηθική βλάβη. Ο Πετρουλάκης έγραφε μεταξύ άλλων για ένα κόμμα με χαρακτηριστικά «έξαλλης εθνολαϊκιστικής Ακροδεξιάς, με κάπως πιο εμπλουτισμένο ρεπερτόριο με αεροψεκασμούς, υδατάνθρακες και οπερετικές αλληλοδωροδοκίες σε μοντάζ Λαζόπουλου», ενώ θύμιζε τις ανεπαρκείς εξηγήσεις του Καμμένου «για τις offshore εταιρείες και το αδήλωτο κότερο που του καταλογίζουν». Οχι ότι ο γελοιογράφος αγνοούσε τις ευκαιρίες για αγωγές που προσφέρει ο σχετικός περί Τύπου νόμος. Μια παλιότερη την είχε δεχθεί για το άρθρο «Γιώργος Κουρής, η κατσαρίδα της Μεταπολίτευσης», μαντέψτε από ποιον. Αυτή τη φορά όμως θα είχε απέναντί του έναν ενάγοντα που απαίτησε αποζημίωση 2.000.000 ευρώ από τον ίδιο και τον ιστότοπο (πέφτοντας τελικά στα 100.000) και που, ανάλογα με τις εξελίξεις, θα μπορούσε να καλυφθεί από την αξιωματική ασυλία του.
Στο πλευρό του Ανδρέα Πετρουλάκη και της ελευθερίας να εκφράζει ελεύθερα τους στοχασμούς του στάθηκαν ευτυχώς πολλοί. Πολίτες και συνάδελφοι που υπέγραψαν υπέρ του, διεθνείς δημοσιογραφικές ενώσεις, συνταγματολόγοι ή πολιτικοί. «Σημείωσα κάποιες απουσίες από το στρατόπεδο του ΣΥΡΙΖΑ» παρατηρούσε ο γελοιογράφος, «αλλά καλή καρδιά». Από τους υποστηρικτές του, κάποιοι ίσως δεν είχαν τηρήσει ανάλογη στάση σε κάθε περίπτωση δημοσιογράφου που διώχθηκε αλλά και αθωώθηκε για δημοσίευμά του. Κάτι τέτοια όμως είναι για τα κυλικεία, όχι τις αίθουσες των δικαστηρίων. Κρισιμότερη ασυμμετρία της ιστορίας μοιάζει εκείνη που επισήμανε ο Πετρουλάκης σε άλλο άρθρο του λίγο μετά την αγωγή. «Αλήθεια, δεν έχει βήμα στον δημόσιο λόγο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο υπουργός;» ρωτούσε. Ενας νομικός ίσως παρατηρούσε ότι τεχνικά μιλώντας, όσο δικαίωμα είχε ο ένας να γράψει όσα έγραψε, άλλο τόσο είχε και ο άλλος να απαντήσει όπως έκρινε αποτελεσματικότερο. Η εκτυφλωτικά δυσανάλογη απάντηση δεν είναι φυσικά εκτός θέματος. Το δε Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, όπου την Πέμπτη συζητήθηκε η υπόθεση, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.