13/1/2017

Παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη κύστης κόκκυγα, αλλά και εμφάνισης μετεγχειρητικών επιπλοκών στις γυναίκες αποτελεί ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν και όσες γυναίκες έχουν υπερτρίχωση, σύμφωνα με τα συμπεράσματα ερευνητών από το Baskent University Faculty of Medicine. Για τους λόγους αυτούς προτείνουν τον καθαρισμό ή την αποτρίχωση της πληγείσας περιοχής, αλλά κυρίως την πιστή εφαρμογή διαιτητικής θεραπευτικής αγωγής στις ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.

«Η κύστη κόκκυγα, παρότι είναι ένα πολύ συχνό πρόβλημα υγείας, η ακριβής αιτιολογία ανάπτυξής της βρίσκεται υπό διερεύνηση. Στατιστικά, παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα νεαρής ηλικίας που έχουν υπερβολική τριχοφυΐα. Επίσης, η αύξηση του βάρους έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη της πάθησης. Η υπερέκκριση σεξουαλικών ορμονών που παρατηρείται σε παχύσαρκα άτομα είναι γνωστό ότι επηρεάζει τον τριχοσμηγματογόνο αδένα, που συμπίπτει χρονικά με την αρχική εμφάνιση της κύστης κόκκυγα. Στα κύρια συμπτώματα της πάθησης περιλαμβάνεται η εμφάνιση μιας μικρής διόγκωσης στην ουρά, η δημιουργία μεγάλης και επώδυνης φλεγμονώδους μάζας – αποστήματος, η εκροή υγρού ή πυώδους υλικού από το απόστημα, η ενόχληση στη μέση, καθώς και πυρετός, καταβολή του οργανισμού και ναυτία από τη φλεγμονή», εξηγεί ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.

Ο σκοπός της μελέτης ήταν η επιβεβαίωση των παρατηρήσεων και η εκτίμηση της επίδρασης της παχυσαρκίας και της υπερτρίχωσης στην ανάπτυξη κύστης κόκκυγα στις γυναίκες. Πενήντα εννέα ασθενείς εντάχθηκαν στη μελέτη, οι οποίες ταξινομήθηκαν ως παχύσαρκες, υπέρβαρες και φυσιολογικού βάρους, σύμφωνα με το ΔΜΣ τους, ενώ η υπερτρίχωση αξιολογήθηκε μέσω της μεθόδου Ferriman και Gallwey (FGS). Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 19,4 ± 5,9 έτη. Ο ΔΜΣ ήταν 26,7 ± 3,4 kg / m2. Οι 17 συμμετέχουσες (28%) κατηγοριοποιήθηκαν ως φυσιολογικού βάρους, οι 35 (59%) ως υπέρβαρες και οι 7 (13%) ως παχύσαρκες. Η μέση βαθμολογία FGS ήταν 11,5 ± 1,8. Οι 42 ασθενείς (71%) είχαν μέτρια και οι 17 (29%) ήπια υπερτρίχωση.

Το πρώτο σύμπτωμα του 25% των ασθενών ήταν ο σχηματισμός αποστήματος. Οι ασθενείς αυτές ήταν παχύσαρκες με μέτρια υπερτρίχωση. Πενήντα επτά ασθενείς χειρουργήθηκαν υπό ραχιαία αναισθησία και μόνο 2 υπό γενική αναισθησία. Συνολικά 10 ασθενείς υπέστησαν λοίμωξη του τραύματος και 1 ασθενής διάνοιξη. Απ’ αυτές οι 2 ήταν παχύσαρκες και οι 6 υπέρβαρες, όλες με μέτρια υπερτρίχωση.

Μετά την αξιολόγηση των ευρημάτων οι ερευνητές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι υπέρβαρες / παχύσαρκες γυναίκες με υπερτρίχωση διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ανάπτυξη κύστης κόκκυγα και έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν επιπλοκές μετά τη χειρουργική επέμβαση για τη θεραπεία της.

«Η αντιμετώπιση της πάθησης εξαρτάται από την κατάστασή της», επισημαίνει ο Δρ. Ξιάρχος, διευκρινίζοντας ότι «για ένα οξύ απόστημα η διάνοιξη και παροχέτευση συνήθως ανακουφίζει τον ασθενή από τον πόνο, ενώ για μια χρόνια περίπτωση απαιτείται χειρουργική επέμβαση, η οποία στοχεύει στη ολική αφαίρεση της κύστης μαζί με τους συνοδούς πόρους και τα συρίγγια, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί πολύ μικρή πιθανότητα υποτροπής.

Στις μέρες μας, αντί του νυστεριού, χρησιμοποιούνται πολύ συχνά εξειδικευμένες μορφές ενέργειας, όπως το Laser ή R-F (ραδιοσυχνότητα), μέθοδοι που ουσιαστικά μηδενίζουν την πιθανότητα υποτροπής. Η ενδοσκοπική θεραπεία της κύστης κόκκυγα (EPSIT) αποτελεί μια πρωτοποριακή μέθοδο, στην οποία μπορεί να υποβληθεί το 80% των ασθενών, κατόπιν αξιολόγησης από εξειδικευμένο χειρουργό. Η μέθοδος εγγυάται οριστική λύση στο πρόβλημα, οι ασθενείς δεν υπόκεινται σε καμία ταλαιπωρία, αλλ’ αντίθετα επιστρέφουν αυθημερόν στην καθημερινότητά τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη αλλαγών ή χρήσης αναλγητικών.

Ωστόσο, η παχυσαρκία και η υπερτρίχωση στατιστικά αποτελούν παράγοντες κινδύνου, γεγονός που επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά από την παρούσα μελέτη. Η απώλεια βάρους μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά, αλλά και να μειώσει τις πιθανότητες επιπλοκών μετά τη χειρουργική αποκατάσταση της πάθησης, όπως έχει καταδειχθεί και από άλλες, παλαιότερες, μελέτες».