Κάθε φορά που αντικρίζω τη φωτογραφία της φλεγόμενης Σμύρνης, νιώθω ένα σφίξιμο στη καρδιά. Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι για κάθε Ελληνα ένα ανεπούλωτο τραύμα. Μια μαχαιριά που πονά όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μια πληγή στη συλλογική εθνική μνήμη. Νομίζω πως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε σε βάθος την Ιστορία μας. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ δεν σκύψαμε ως έθνος πάνω στις τραγικές της σελίδες. Δεν προσπαθήσαμε να τη διαβάσουμε όσο αντικειμενικότερα γίνεται, πέρα από συναισθήματα. Νομίζω, εντέλει, πως δεν τη διδαχθήκαμε ποτέ στην πραγματική της διάσταση.
Θα αποφύγω την πολιτική ανάλυση. Θα διηγηθώ όμως μια τραγική ιστορία που ξέρω από πρώτο χέρι, από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Στο σπίτι μας υπήρχε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μια κυρία που βοηθούσε τη μητέρα μου. Φορούσε πάντα μαύρα. Η κυρά Λένη. Ηταν Σμυρνιά. Μας διηγείτο πάντοτε με ζωντάνια και πάθος όμορφες παιδικές ιστορίες και παραμύθια από τη Μικρά Ασία. Μα η πιο ενδιαφέρουσα και συγκλονιστική από όλες ήταν η προσωπική της ιστορία.
Ηταν μια νέα, όμορφη και πλούσια κοπέλα, παντρεμένη, με τρία υγιή και γεμάτα ζωντάνια παιδιά. Ζούσε με την οικογένειά της σε ένα ωραίο σπίτι στα προάστια της Σμύρνης. Εκείνο που λάτρευε στο σπίτι της ήταν η μεγάλη ξυλόγλυπτη τραπεζαρία, στη μέση της οποίας υπήρχε πάντοτε ένα κρυστάλλινο ανθοδοχείο με φρέσκα λουλούδια, και ο κήπος της που φρόντιζε με μεράκι η ίδια. Είχε φυτέψει δυο λεμονιές, μια πορτοκαλιά, μενεξεδί δάφνες και πολύχρωμες τριανταφυλλιές. Τις τραγικές μέρες του 1922, όταν ο κίνδυνος πλησίαζε, κανείς δεν σκέφτηκε να φύγει. Τα συμμαχικά πλοία ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι και όταν ο στρατός άρχισε να οπισθοχωρεί, κανείς δεν πίστευε πως θα άφηνε ανοχύρωτη τη μητρόπολη του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Κι όμως ένα πρωί ακούστηκε μια κραυγή: «Ερχονται οι Τσέτες». Καίνε και σκοτώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ο άντρας της πολεμούσε στο μέτωπο. Εκείνη πήρε πανικόβλητη τα τρία της παιδιά και έτρεξε στο λιμάνι, την ίδια στιγμή που πλησίαζαν στην πόλη οι Τούρκοι. Τα δυο μικρά τα κρατούσε στην αγκαλιά της. Δεν είχε όμως παρά μονάχα δύο χέρια. Στο τρίτο της παιδί, το μεγαλύτερο, τον γιο της που ήταν τότε 10 ετών, ζήτησε να κρατιέται από τη φούστα της. Εφτασαν στο λιμάνι. Οι καπνοί είχαν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν. Προσπαθούσαν πανικόβλητοι να βρουν μια βάρκα για να τους μεταφέρει απέναντι. Στη Χίο. Στη σωτηρία τους. Εκείνη και δεκάδες χιλιάδες άμαχοι. Μέσα στον πανικό, το τρίτο της παιδί χάθηκε. Ούρλιαξε, φώναξε, έκλαψε, χτυπήθηκε και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε μια βάρκα αγκαλιά με τα δύο της μικρά παιδιά.
Εφτασε πρώτα στη Χίο και έπειτα κατέληξε στον Πειραιά. Δεν είχε τίποτα και ο άντρας της είχε σκοτωθεί από τους Τούρκους. Επιασε δουλειά και έγινε νταντά παιδιών. Ποτέ δεν ξέχασε το παιδί της. Ποτέ δεν λησμόνησε τη Σμύρνη και το σπίτι της. Η Σμύρνη ήταν πάντα η πατρίδα της. Ονειρευόταν κάθε βράδυ τον γιο της. Ηλπιζε πως είχε ζήσει, ήταν κάπου καλά και κάποτε θα τον ξαναέβλεπε.
Επειτα από χρόνια, όταν τα δύο παιδιά της που είχαν σωθεί ενηλικιώθηκαν, εκείνη προσπαθούσε να τα πείσει να την πάνε στη Σμύρνη. Να ψάξουν για τον αδερφό τους και το σπίτι τους. Τα παιδιά διαφωνούσαν. Η κυρά Λένη ήταν όμως πεισματάρα. Ηθελε να πάει στην πατρίδα της, ακόμα και μετά τα τραγικά γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, ακόμα και τη δεκαετία του ’60, όταν ξέσπασε η ένταση για το Κυπριακό.
Γύρω στο 1965 κατάφερε επιτέλους να πείσει το ένα παιδί της να την πάει στη Σμύρνη. Προχώρησαν με τα πόδια από το λιμάνι προς τον λόφο όπου ήταν το σπίτι της. Ηταν σίγουρη πως θα το διέκρινε από τον κήπο με τις λεμονιές, τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές. Νόμισε πως ήταν ψέματα όταν είδε το σπίτι της ατόφιο. Φρεσκοβαμμένο. Με τον μικρό κήπο όπως τον θυμόταν. Το παιδί της προσπάθησε να την πείσει να μη χτυπήσει το κουδούνι. Η κυρά Λένη όμως αδημονούσε. Εσπρωξε τη μαύρη αυλόπορτα και όρμησε μέσα. Αντίκρισε μια όμορφη νέα Τουρκάλα. Με τα λίγα τουρκικά της τής εξήγησε ότι κάποτε αυτό το σπίτι ήταν δικό της. Ηταν καταπληκτικό πως όλα τα έπιπλα ήταν εκεί. Η τραπεζαρία ήταν όπως την είχε αφήσει εκείνο το πρωινό. Τα κεντήματα ήταν ακόμα εκεί. Οπως και το κρυστάλλινο βάζο της, γεμάτο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Η Τουρκάλα επέμενε να μείνει μέχρι να γυρίσει ο άνδρας της.
Κάποια στιγμή, λίγη ώρα μετά, εκείνος ήρθε. Ηταν ψηλός, ευθυτενής, γύρω στα 50, με σπαστά γκρίζα μαλλιά. Με το που πέρασε την πόρτα η κυρά Λένη ούρλιαξε «παιδί μου» και σωριάστηκε στην αγκαλιά του. Ναι, ήταν το χαμένο παιδί της. Χάθηκε στην προκυμαία και κλαίγοντας γύρισε πίσω στη γειτονιά του όταν είδε τη μητέρα του να μπαίνει στη βάρκα μαζί με τα δύο αδέρφια του. Προσπάθησε να τη φωνάξει αλλά δεν άκουγε κανείς. Ηταν μόλις 10 ετών και δεν ήξερε πού αλλού να πάει. Μια τουρκική οικογένεια που έμενε απέναντι τον μάζεψε και τον έκρυψε από τους Τσέτες. Τον εξισλάμισε και τον μεγάλωσε σαν δικό της παιδί. Οταν ενηλικιώθηκε, του έδωσαν το σπίτι των γονιών του. Κανείς από τη γειτονιά δεν εναντιώθηκε. Θεωρούσαν όλοι πως του ανήκε. Παντρεύτηκε μια Τουρκάλα και έμεινε εκεί, κάνοντας τη δική του οικογένεια.
Μέσα από την τραγική ιστορία της κυράς Λένης έμαθα πως πάνω από όλα, πάνω από θρησκείες και πολιτισμούς, υπάρχουν οι άνθρωποι. Το μίσος, η έχθρα και η εκδίκηση είναι η εύκολη λύση. Ο δύσκολος δρόμος για κάθε πολιτική ηγεσία είναι να καλλιεργήσει την αλληλεγγύη, την καλοσύνη και την ανθρωπιά, εμπνεόμενη από ιστορίες σαν κι αυτήν που δείχνουν πως κανένας λαός δεν ευθύνεται για τα εγκλήματα των ηγετών του.
Η Ελλάδα γέννησε τον πολιτισμό. Οφείλει να θυμάται τα μεγαλεία της. Οφείλει να τιμά τους ήρωές της. Εκείνους που θυσιάστηκαν για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Οφείλει να μην ξεχνά και να θρηνεί. Οφείλει όμως και να μαθαίνει από την Ιστορία.