Το ντύσιμο υπήρξε πράξη πολιτικής, καθώς το τι φοράμε και ο τρόπος με τον οποίο ντυνόμαστε αποτελούσαν κοινωνικό ζήτημα. Το υπογραμμίζει η έκθεση του MoMA της Νέας Υόρκης για την εμφάνιση της ρωσικής πρωτοπορίας με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ανάμεσα στην ποικιλομορφία των εικαστικών και γραφιστικών εκθεμάτων, τα σχέδια για υφάσματα, κοστούμια θεάτρου και ρούχα που σχεδίασαν σουπρεματιστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες τεκμηριώνουν τη στροφή της τέχνης προς την κοινωνική πραγματικότητα. Οι γεωμετρικές απεικονίσεις των όγκων των ρούχων πάνω στο σώμα, η απογύμνωσή τους από τα πολυτελή στολίδια, η καθαρότητα των απλών και ταπεινών βαμβακερών υφασμάτων στις φόρμες του Αλεξάντρ Ροντσένσκο, της Λιούμποβ Πόποβα, τα χρωματικά παιχνίδια γεωμετρικών σχημάτων με τις μαύρες γραμμές πάνω στα σπορ ρούχα της Βαρβάρας Στεπάνοβα δείχνουν τις προθέσεις της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας να υπονομεύσει τις συμβατικές εμφανίσεις ανοίγοντας νέους δρόμους στο ήθος και την αισθητική των ρούχων.

Την ίδια εποχή της εκβιομηχάνισης, που η νεωτερικότητα καλούσε τον κόσμο να αλλάξει τον τρόπο ζωής του και να υιοθετήσει μια μαζική συμπεριφορά καταναλωτή νέων πραγμάτων και ιδεών, ο ιταλός φουτουριστής καλλιτέχνης Ερνέστο Ταγιάτ το 1918 επινόησε την tuta. Ηταν ένα πρωτοποριακό μονόχρωμο και μονοκόμματο ρούχο, με χαρακτήρα γιούνισεξ, που απευθυνόταν σε κάθε εργαζόμενο και εργαζομένη. Την προόριζε μάλιστα ως ρούχο για κάθε περίσταση. Ο πρόδρομος της ολόσωμης φόρμας εργασίας, σύμφωνα με τον εμπνευστή της, καταργούσε τη μόδα.

Σήμερα, στη δίνη των διεθνών γεγονότων, η πολιτική πράξη των ρούχων εξακολουθεί να απεικονίζει την ιδεολογία εκείνου που τα φορά. Αυτή την άποψη έφεραν στην επιφάνεια της μόδας οι σχεδιαστές που παρουσίασαν πριν από μέρες στο Λονδίνο τις μεικτές ανδρικές και γυναικείες συλλογές τους. Πολλοί από τους οποίους εμφάνισαν τις ολόσωμες φόρμες ως κομμάτι σπουδής και σχολιασμού ενός σύγχρονου, πανευρωπαϊκού –αν όχι παγκόσμιου –θέματος: της ηθικής της εργασίας. Οι ολόσωμες φόρμες του Christopher Raeburn από ανακυκλωμένα διαφανή πλαστικά, οι τετράγωνες μεγάλες τσέπες από διαφορετικό χρώμα πάνω στις μονόχρωμες φόρμες με τα κοντά φαρδιά μανίκια του Xander Zhou, τα φαρδιά παντελόνια εργασίας της Vivienne Westwood φορεμένα από άνδρες και γυναίκες μοντέλα, τα πουκάμισα και τα μπουφάν του Christopher Shannon με την κονστρουκτιβιστική γραμμή και τις μοντέρνες μπεζ-γαλάζιες διχρωμίες και η παλέτα της Πόποβα από μπλε ελεκτρίκ, μαύρο, κόκκινο στα βασικής γραμμής ρούχα της συλλογής What We Wear ικανοποίησαν τις προσδοκίες εκείνων που αναζητούν από τον κόσμο της μόδας την ενεργοποίησή της για να επιστρέψει στον ρεαλισμό της πραγματικότητας. Και να ξεπεράσει το σύνδρομο της γρήγορης μόδας και άσκοπης κατανάλωσης, δίνοντας χώρο στη σκέψη που διατύπωσε ο πολωνός στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «032c»: «Η μόδα περιστρέφεται γύρω από την ιδέα ότι τα πάντα που αγοράζουμε πρέπει σύντομα να απορρίπτονται. Υπάρχουν καλά ρούχα που θα μπορούσαν ακόμα να φοριούνται, αλλά δεδομένου ότι είναι έξω από τη μόδα, ντρεπόμαστε να μας δούνε μέσα σε αυτά. Στο γραφείο, το αφεντικό μας κοιτάζει πάνω και αναφωνεί: “Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι ντυμένος με αυτό;”. Οταν τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο με τα πάνινα παπούτσια του περασμένου έτους, υπόκεινται σε γελοιοποίηση. Υπάρχει πίεση λοιπόν για συμμόρφωση».