Πώς μπορούμε να συνδιαλλαγούμε με τα εγκλωβισμένα μας συναισθήματα; Που σαφώς θα θέλαμε να ήταν αλλιώς. Αλλά πώς είναι αυτό το αλλιώς; Απορίες σφαλιστές για τη ζωή και κυρίως τον θάνατο αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της τρίτης συλλογής διηγημάτων της Ευγενίας Μπογιάνου. Η οποία περιγράφει βαθιά ιδιωτικές αποχρώσεις σημαδιακών συμβάντων που καθορίζουν ένα μεγάλο μέρος της ιδιοσυγκρασίας των πρωταγωνιστών. Αντανακλάσεις ενός κολάζ εμβυθισμένου στο υγρό σύμπαν των ματαιωμένων πράξεων.
Οι χαρακτήρες της Μπογιάνου ζουν στο μισοσκόταδο της κρίσης. Μιας αλληλουχίας διασπάσεων εσωτερικών, που σχηματίζουν χαραμάδες επικοινωνίας με τα κοινωνικά ερείπια τριγύρω. Μυστικά γεφυράκια προς μια κατάσταση πραγμάτων που δεν διαθέτει προσανατολισμό και κυρίως ακριβή ορισμό. Είναι κάτι που και η ίδια η συγγραφέας καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου προσπαθεί να εντοπίσει.
Ανθρωποι μοναχικοί γεμάτοι ραγίσματα. Τα περισσότερα εξ αυτών δεν είναι ορατά με την πρώτη ματιά. Εως και καθόλου. Ενα οριακό γεγονός (θάνατος, χωρισμός, τραύμα) αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο οι ήρωες μαζεύουν τα ψυχικά συμπράγκαλα μιας ζωής μισής. Μικρές, κοφτερές λεπίδες που δεν αφήνουν τον πρωταγωνιστή κάθε διηγήματος να «αναπτυχθεί». Τον αφήνουν να στιφογυρίζει σ’ έναν τραγικό ενεστώτα διαρκείας.
Η Στέλλα η μπαργούμαν χάνει ξαφνικά τον πατέρα της και χάνεται σε αγκαλιές μιας χρήσης. Ενας άστεγος προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή μέσα από τη θύμιση ενός ζευγαριού παπουτσιών. Ενα πορτρέτο του Λούσιαν Φρόιντ αποκτά σάρκα και οστά. Περίπου. Μια γυναίκα πασχίζει να εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του γιου της. Ενας κλέφτης Τσιγγάνος ονειρεύεται τον ιδανικό έρωτα. Μια καρατερίστα ηθοποιός, ανέστια σχεδόν, προσπαθεί να βρει τον εαυτό της μέσα από καρέ κινηματογραφικών ταινιών. Ο ντελιβεράς και η παραμόρφωση της αδερφής του ύστερα από δική του υπαιτιότητα. Η μεσόκοπη γυναίκα που σταματά ο χτύπος της καρδιάς της όταν χωρίζει. Ενας άχαρος άντρας που περιμένει μάταια μήνυμα από την πρώην του. Η καταστροφική σχέση ενός πατέρα με τον γιο του. Μια μετανάστρια που ξεσκατίζει ηλικιωμένους πασχίζει να βρει όνομα σ’ έναν αφιλόξενο τόπο.
Η γραφή της Μπογιάνου εδώ αντικαθιστά το βλέμμα. Οπως και στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της «Ακόμα φεύγει» (Πόλις), απ’ όπου η συγγραφέας ατύπως ξαναπιάνει το νήμα, χρειάζεται ένα φευγαλέο κοίταγμα για να ενωθούν όλα τα παραπάνω αφηγήματα. Ανάγλυφες μικρές διαδρομές σε ό,τι συμβαίνει εν αγνοία των ηρώων. Το κείμενο δεν ερευνά κανενός είδους αιτίες. Η εξωτερική δράση ενώνεται με τον εσωτερικό μετεωρισμό. Σύντομοι μονόλογοι, σκαλιστήρια πληγών. Πολλοί λένε πως το αντίθετο της αλήθειας είναι η απόλυτη σιγουριά.
Θύλακοι απωθημένων παραλείψεων και υποσχέσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν συνθέτουν μια τοιχογραφία ανθρώπων που υπάρχουν ως δείγματα ενός άλλου εαυτού. Παλιός καθρέφτης που έσπασε και όταν επανασυγκολλήθηκαν τα μέρη, βγήκαν κάπως στραβά. Οι ήρωες οδηγούνται σε αδιέξοδο λόγω του ότι δεν μπορούν να υπερβούν τη δική τους δυσανεξία απέναντι σε ό,τι τους συμβαίνει. Βαδίζουν νυχοπατώντας μέσα στις σκέψεις τους και προσπαθούν να επεξεργαστούν το βίωμα με τη βοήθεια της συγγραφέως.
Η βία καραδοκεί. Δεν την εξασκούν όλοι, αλλά σίγουρα ώς έναν βαθμό την έχουν αγγίξει. Την έχουν υποστεί με διάφορους τρόπους και μορφές. Η Μπογιάνου αναλύει την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της. Πότε ρεαλιστικά και πότε με μια εξπρεσιονιστική παραλλαγή. Διαπιστώνει τα ελλείμματά τους και τους αφήνει να συνεχίσουν χωρίς πυξίδα. Οι ήρωες παραμένουν παγιδευμένοι στην ανάμνηση. Σε κάτι που έχει απομακρυνθεί ίσως για πάντα. Πάνω στην κρίσιμη καμπή που χρειάζεται να αποφασιστεί κάτι. Συνεχώς ξεγελούν τα πάθη τους. Δύσκολος αγώνας, αν όχι άγονος.
Ευγενία Μπογιάνου
Μόνο
ο αέρας ακουγόταν
Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 240
Τιμή:
13,30 ευρώ