Ο Λαμπίς προέκυψε μετά την «Ορέστεια», όπως στη ζωή περνάμε από τα δράματα σε αστείες καταστάσεις και από υπαρξιακούς καβγάδες και αδιέξοδα περνάμε σε αγάπες και λουλούδια. Είναι μέσα στην πορεία ενός καλλιτέχνη να αντιμετωπίζει και τα έργα-ογκόλιθους αλλά και τα έργα που διαθέτουν κρυφές αρετές. Μπορεί να μη φαίνονται στην αρχή, αλλά έχουν δυνατές προκλήσεις. Ενα τέτοιο είναι οι «Τρειςευτυχισμένοι» του Λαμπίς, το οποίο είχα πρωτοδιαβάσει πριν από δέκα χρόνια. Δεν ήταν στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντός μου, αλλά τώρα βρήκα το κατάλληλο κλίμα στο θέατρο Πορεία.

Πάντα είχα μια ανησυχία με το πόσο εύκολα μπορώ να χειριστώ τη γλώσσα της κωμωδίας, αλλά σιγά σιγά εξοικειώθηκα με τους κώδικες ενός καλογραμμένου και στέρεου έργου, οι οποίοι σε καθοδηγούν λίγο-πολύ. Κι εδώ υπάρχει μια οπτική γωνία σχεδόν τεθλασμένη, ώστε να προστίθεται ακόμη μία στροφή στη βίδα που ήδη έχει ο Λαμπίς. Ανέβηκα στο τρένο, «εκτροχιάστηκε» κανονικά και τώρα μαζεύουμε τα συντρίμμια.

Οσο πιο μακριά – χρονολογικά –είναι ένα έργο τόσο μεγαλύτερη ελευθερία μού δίνει. Η «Ορέστεια», για παράδειγμα, μου έδωσε μια τέτοια ελευθερία. Το ίδιο και ο Σαίξπηρ. Ο Λαμπίς, που είναι πιο κοντά μας και οι κώδικες συμπεριφοράς θεωρούνται πιο οικείοι, σε δυσκολεύει ώστε να απομακρυνθείς.

Το εύκολα αναγνώσιμο είναι μια καλοχτισμένη, καλοκουρδισμένη αστεία υπόθεση, που βασίζεται στο απρόοπτο και απρόβλεπτο: στη συγκεκριμένη υπόθεση, το θέμα του γάμου και της συζυγικής απιστίας. Το θέμα αυτό αντανακλάται όχι μόνο στο κεντρικό ζευγάρι, αλλά και σ’ ένα δεύτερο, όπως και σε ένα ζευγάρι από το παρελθόν. Αυτή, λοιπόν, είναι η διασκεδαστική επιφάνεια που μπορεί να παρασύρει για ένα δίωρο το κοινό. Στο άλλο επίπεδο, το πιο ενδιαφέρον για μένα, υπάρχουν όσα ο Λαμπίς λέει έμμεσα για τις ζωές των αστών αλλά και της εργατικής τάξης (στο έργο υπάρχουν και δύο υπηρέτες από την επαρχία της Αλσατίας). Οι συγκεκριμένοι μάλιστα μεταφέρουν ένα διαφορετικό είδος συμπεριφοράς και μιλούν μια άλλη γλώσσα –στην περίπτωσή μας, σπασμένα ελληνικά με γερμανική προφορά.

Αυτός ο κόσμος αποκαλύπτεται σαν αντανάκλαση του δικού μας, σύγχρονου κόσμου, ο οποίος επίσης είναι βασισμένος στον πυρήνα του γάμου ως μέσου αναπαραγωγής κοινωνικά αποδεκτού. Κάποια στιγμή, ωστόσο, τα όριά του εκρήγνυνται και αρχίζουν τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Ο σύζυγος μπορεί να γνωρίζει όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι του και να υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει, επειδή τον βολεύει η τεχνητή οικογενειακή ισορροπία. Ολοι είναι ευτυχισμένοι, μαζί με τον εραστή, ο οποίος επίσης ζει στο σπίτι –εξού και «Τρειςευτυχισμένοι». Μπροστά στην απάτη, όμως, μπροστά στη φούσκα κλείνουν τα μάτια και προσποιούνται ότι δεν συμβαίνει τίποτε.

Κάτω από την επιφάνεια της φαρσοκωμωδίας υπάρχουν το τραύμα και το στοιχείο του υπερρεαλισμού. Είναι όπως στις ταινίες του Μπάστερ Κίτον, όπου η ύπαρξη είναι παράλογη. Μέσα στο σπίτι των «Τρειςευτυχισμένων» συμβαίνουν απολύτως παράλογα πράγματα. Υπάρχει, για παράδειγμα, η κεφαλή ενός ελαφιού, η οποία λειτουργεί σαν μυστική κρύπτη για την αλληλογραφία των εραστών. Τα σουρεαλιστικά στοιχεία μάς απογειώνουν σε έναν κόσμο που είναι και δεν είναι ο δικός μας. Από την άλλη, υποδεικνύουν τα βαθιά τραύματα των ηρώων, τα οποία γίνονται όλο και βαθύτερα κατά την προσπάθεια να επουλωθούν. Στο τέλος όλοι οι ήρωες είναι ένα σκέτο τραύμα.

Το κλειδί, απ’ όπου ξεκινάω, είναι η απαράβατη δομή και η συμμετρική κατασκευή του έργου. Σαν να έχεις μια τέλεια μηχανή την οποία πρέπει να καταλάβεις για να την κινήσεις. Ο κίνδυνος στην κωμωδία είναι να αφεθείς ώστε να σε καθοδηγήσει το κοινό. Αν και υπάρχει μια «σχολή» που πιστεύει ότι το πάρε δώσε με το κοινό κινεί τα νήματα της κωμωδίας και δίνει την κατάλληλη θερμοκρασία στην παράσταση. Εγώ πιστεύω αντιθέτως ότι ο σκηνοθέτης βάζει τα όρια στο κοινό, σχεδόν το «χαλιναγωγεί». Επειδή σε αυτά τα έργα είναι πολύ εύκολο να ξελασκάρει και να χαθεί η κατασκευή.

Θέλω οι ηθοποιοί πρώτα να αφομοιώσουν τις οδηγίες και να καταλάβουν την παράλληλη κατασκευή που «φοράω» στο έργο. Κι αφού καταλάβουν αυτή την κατασκευή, είναι ελεύθεροι να πάρουν πρωτοβουλίες. Να λειτουργήσουν και σαν σκηνοθέτες. Σκηνοθετώ κινηματογραφικά στο θέατρο. Με ενδιαφέρει η δομή μιας ταινίας: το πλάνο πλάνο και καρέ καρέ, δηλαδή. Ετσι λειτουργώ κι εγώ. Με ενδιαφέρει να συναρμολογηθεί πρώτα και να μονταριστεί η ροή.

Κωμικές ανάσες είχαν και οι τελευταίες παραστάσεις μου (σ.σ.: «Αμλετ», «Οπερα της πεντάρας», «Ορέστεια»), κάτι που δεν είχα παλιότερα. Τις χρειάζεται κανείς τέτοιες ανάσες για να σφίξει την παράσταση. Στην «Ορέστεια» το κωμικό στοιχείο υπάρχει μέσα στο ίδιο το έργο: στην εναρκτήρια σκηνή του φύλακα πάνω στη στέγη, στον Αίγισθο, ακόμη και στις ακρότητες του Ορέστη. Είναι σίγουρα μια ανάγκη και του ηθοποιού. Οσο περισσότερο προσομοιάζουμε στη ζωή τόσο περισσότερο μας ανταμείβει το θέατρο.

Στις τελευταίες παραστάσεις υπάρχει όντως ένα άνοιγμα δικό μου προς το συναίσθημα. Ισως να μαλακώνω όσο περνούν τα χρόνια.

Ανάμεσα στα έργα του Σαίξπηρ, του Μπρεχτ και στην «Ορέστεια», τη μεγαλύτερη μελέτη συγκριτικά την έκανα για την «Οπερα της πεντάρας». Δεν μπορούσα να αποφύγω τις οδηγίες –και τις εμμονές –του Μπρεχτ για το τι σημαίνει επικό θέατρο, πώς πρέπει να μπαίνει η μουσική στο επικό θέατρο ή πώς ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον ρόλο του. Ηταν πράγματα που τα ήξερα από παλιά, αλλά χρειάστηκε να τα φρεσκάρω. Ενώ στον «Ριχάρδο Γ’» διαβάζεις για το έργο και την εποχή, καταλαβαίνεις ότι ήταν προσωπικότητα με ιστορική αντιστοιχία, αλλά ο Σαίξπηρ έφτιαξε έναν ρόλο από την αρχή με λίγες αλήθειες από την ιστορική πραγματικότητα. Οπότε αισθάνθηκα πιο ελεύθερος να δημιουργήσω.

Info

«Τρειςευτυχισμένοι» του Εζέν Λαμπίς, θέατρο Πορεία, 21/1 – 11/6. Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, επιμέλεια κίνησης: Σταυρούλα Σιάμου, βοηθός σκηνοθέτη: Νικολέτα Φιλόσογλου. Παίζουν: Δημήτρης Τάρλοου, Λένα Παπαληγούρα, Αγγελος Παπαδημητρίου, Χρήστος Λούλης, Αλκηστις Πουλοπούλου, Ιωάννα Κολιοπούλου, Λαέρτης Μαλκότσης