Το έλεγαν οι μάνατζερ στους σταρ του Χόλιγουντ ήδη από τη δεκαετία του 1930. «Ποτέ μη φωτογραφίζεσαι με παιδί ή ζώο. Θα κλέψει τις εντυπώσεις». Σήμερα στην Ελλάδα ένας σταρ της πίστας στο κάδρο κλέβει τις εντυπώσεις –όποιος κι αν βρίσκεται δίπλα του. Κάποιος λοιπόν θα έπρεπε να συμβουλεύσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μη φωτογραφιστεί με τον Αντώνη Ρέμο. Αλλά επειδή στην πολιτική τίποτα δεν είναι τυχαίο, πιθανότερο μοιάζει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να φωτογραφίστηκε με τον λαϊκό τραγουδιστή γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για να ξεβάψει κατιτί από λαϊκότητα πάνω στο καλοραμμένο κοστούμι του. Ο ίδιος όμως αντιλαμβάνεται τη λαϊκότητα ως αστός που είναι. Και η λαϊκότητα του Αντώνη Ρέμου δεν είναι του είδους που εκταμιεύειψήφους. Δεν εργαλειοποιείται. Αν συμβεί αυτό, θα εξαερωθεί (αλλωστε ο ίδιος απέκλεισε την πιθανότητα να βάλει υποψηφιότητα για βουλευτής). Το «Πες τα Αντώνη» εκστομίζεται όταν ο Αντώνης είναι στην πίστα ή όταν παίζει ρακέτες. Δεν αποτελεί προτροπή ανάμειξης στην επίσημη πολιτική. Μάλλον παρότρυνση να κρατηθεί μακριά από αυτήν. Ο Ρέμος δεν έχει την πολιτική ορθότητα με την οποία πασχίζει εδώ και χρόνια να παρασημοφορηθεί ο Ρουβάς.

Ο 46χρονος σήμερα τραγουδιστής, που το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνης Πασχαλίδης,γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας από γονείς μετανάστες. Στα 12 του επέστρεψε στο χωριό του, τη Χρυσαυγή του Λαγκαδά στον Νομό Θεσσαλονίκης. Εκεί τέλειωσε το Τεχνικό Λύκειο με την ειδικότητα του υδραυλικού. Το 1990, όμως, ένας μπάνικος εικοσάρης με καλή φωνή είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να βγάλει περισσότερα χρήματα όχι μόνο από έναν υδραυλικό, αλλά και από έναν πτυχιούχο νεαρό επιστήμονα. Η νυχτερινή διασκέδαση μετασχηματιζόταν. Τα λεγόμενα «παραλιακά» μαγαζιά ήταν παρελθόν, τα music hall του Γιάννη Παπαθεοχάρη στις αρχές της Συγγρού έδειχναν το μέλλον, η «νεογέννητη» τότε ιδιωτική τηλεόραση έβαζε την πίστα στα –αγορασμένα με δόσεις –σαλόνια, ένας κόσμος ήδη απενοχοποιημένος (από την οσμή και μόνο του επερχόμενου πλουτισμού) ανακάλυπτε το «ξεσάλωμα», επιχειρηματίες της νύχτας επινοούσαν τα «ελληνάδικα», ενώ τα ομαδόν τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια είχαν αντικαταστήσει την αψάδα της παραγγελιάς.

Σε αυτό το περιβάλλον καθιερώθηκε ο Ρέμος. Τα πρώτα βήματα στη Θεσσαλονίκη, η κάθοδος στην Αθήνα, οι πρώτες εμφανίσεις στο Diogenis Palace (και στις εκπομπές της Κορομηλά) και μετά οι Χάντρες. Το μαγαζί στο Θησείο όπου τραγουδούσε μαζί με τη Νατάσα Θεοδωρίδου και τον Λάμπη Λιβιεράτο σε ένα είδος λαϊκοπόπ πάλκου. Για δύο σεζόν και επί επτά μέρες την εβδομάδα «έσπαγαν» οι πόρτες, άλλοι τραγουδιστές πέρασαν από το σχήμα, ο Ρέμος όμως καθιερώθηκε ως το big thing της νυχτερινής διασκέδασης. Με μια σχέση αμφίδρομη. Η νύχτα ανέδειξε τον Ρέμο και ο Ρέμος έδωσε νέα πνοή στη νύχτα. Ακόμη και στη δισκογραφία, που τότε άρχιζε να παρουσιάζει ελαφρά συμπτώματα κούρασης. Ενα καινούργιο κοινό με ψηλά τακούνια, κοντά φορέματα και ξεκούμπωτα κοστούμια, που ήθελε να πνίξει την κατασκευασμένη καψούρα του σε βουνά από λουλούδια, αναζητούσε τον τροβαδούρο του. Ε, τον βρήκε. Και τον εκτόξευσε στην κορυφή γιατί το είχε εύκολο να ταυτιστεί μαζί του. Το ότι ο Ρέμος βρίσκεται στην πίστα και όχι στα πρώτα τραπέζια να αποθεώνει έναν δικό του «Ρέμο» είναι θέμα συγκυριών. Και, βέβαια, μιας πολύ καλής φωνής. Οι αντοχές του στην πίστα παραπέμπουν σε προηγούμενες γενιές. Τραγουδιστές που έχουν συνεργαστεί μαζί του τού αναγνωρίζουν πως μπορεί να τραγουδάει από το βράδυ μέχρι το επόμενο μεσημέρι χωρίς να «σπάσει» τις νότες του. Και στο διάστημα που μεσολάβησε από τις Χάντρες έως σήμερα συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους συναδέλφους του. Από αναμενόμενους μέχρι τη Μαρινέλλα, τον Νταλάρα, την Πρωτοψάλτη. Τραγούδησε και Θεοδωράκη.

Ομως το καρύκευμα στην καριέρα του, τα τελευταία χρόνια, ήταν οι συναυλίες στο Nammos της Μυκόνου. Η παράδοση ξεκίνησε και εξελίχθηκε παράλληλα με την οικονομική κρίση. Οσο πιο βαθιά κρίση τόσο πιο ρηχός ευδαιμονισμός της μιας βραδιάς, μεγαλύτεροι λογαριασμοί, περισσότεροι «ξένοι επενδυτές» (για τους Ελληνες, ειδικά τους καλλιτέχνες, το «ήταν στον Ρέμο στο Nammos» αρχίζει και γίνεται σκουπιδάκι στο πέτο –περίπτωση Πέτρου Φιλιππίδη), περισσότερες σαμπάνιες που χύνονται κατάχαμα ώστε να προσμετρήσουν με φελλούς τη ματαιοδοξία άλλων «φελλών». Και το 2013 πέρασε και στις πολιτικές στήλες όταν, σχολιάζοντας τους καταρράκτες σαμπάνιας, είπε «θα τα δει αυτά ο Σόιμπλε και θα σηκωθεί να περπατήσει ο πούστης». Σαν να μεταφέρθηκε ο αντιμνημονιακός λόγος της πλατείας στο πάλκο – εξέδρα (μέσα στη θάλασσα) με θέα τουρλωτούς ποπούς που ασφυκτιούν μέσα σε στενά φορέματα και πανηγυρίζουν με το «Κομμένα πια τα δανεικά».

Συνηθισμένος να απευθύνεται σε ένα ημιμεθυσμένο κοινό, δεν θα είναι αυτή η μοναδική φορά που θα εισπράξει σχόλια τύπου «καλύτερα να τραγουδάει παρά να μιλάει». Πριν από λίγο καιρό η δήλωσή του (την οποία μετά ανακάλεσε) σε τουρκική εφημερίδα ότι είναι περήφανος για την κοινή καταγωγή του με τον Κεμάλ Ατατούρκ προκάλεσε σάλο. Γενικώς δεν προσέχει τον δημόσιο λόγο του, γιατί, παρά την επιτυχία του, μοιάζει να μην έχει βγει από μέσα του ο υδραυλικός. Κι αν είχε πλουτίσει από αυτόν τον τομέα, δεν νομίζω ότι θα διέφερε πολύ. Ισως βέβαια να μην είχε χάσει ένα, σχεδόν, εκατομμύριο ευρώ, όπως τότε που αγόρασε τον Ηρακλή, και να είχε πιο ξεκάθαρο επιχειρηματικό πλαίσιο αλλά, πιθανότατα, με ένα ευειδές μοντέλο, όπως η Υβόννη, θα είχε κάνει παιδί, τους ίδιους φίλους και τις ίδιες παρέες θα είχε, στα ίδια μέρη θα πήγαινε. Και θα έβγαζε φωτογραφία με τον Μητσοτάκη. Μόνο που θα ήταν σέλφι.