Το εμβληματικότερο βιβλίο του λογοτέχνη Χριστόφορου Μηλιώνη, τον οποίο χάσαμε πριν από λίγες ημέρες, έχει τον τίτλο «Καλαμάς και Αχέροντας». Ονόματα ποταμών της Ηπείρου που έχουν φύγει από τη δικαιοδοσία της γεωγραφίας και πέρασαν στην επικράτεια της μυθολογίας και της ποίησης. Το βιβλίο αυτό είναι η λογοτεχνική μήτρα του Χριστόφορου Μηλιώνη, από την οποία παρήχθησαν και άλλα βιβλία του, αλλά αυτά τα δύο ποτάμια είναι ένας διπλός άκοπος ομφάλιος λώρος του συγγραφέα με τη γενέτειρα Ηπειρο, τη Μεγάλη Μητέρα όπως τη θεωρούμε όλοι οι ηπειρώτες καλλιτέχνες. Ενας λώρος που συνδέεται με τη γέννηση του καλλιτέχνη και δεν κόβεται ούτε με τον θάνατο, αντιθέτως θα έλεγα ότι ενισχύεται.
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης είχε την τύχη μικρός ακόμα να ακούσει από το παραμεθόριο χωριό του Περιστέρι Πωγωνίου τον ήχο της μάχης στο Καλπάκι, αλλά αργότερα είχε την ατυχία να ακούσει και τους ήχους από τις μάχες του Εμφυλίου. Αυτά τα στοιχειωμένα χρόνια έρχονται και ξανάρχονται στη συγγραφική θεματολογία του Μηλιώνη και αυτός, ως άξιος ηπειρώτης λιθοξόος της πέτρας και της ξερολιθιάς, τα χτίζει στέρεα, λογοτεχνικά μνημεία χωρίς συγκολλητικές ουσίες, χωρίς δηλαδή τη χρήση επιθέτων και ναρκισσιστικών ποιητικών μεταφορών. Ενας λόγος απέριττος που έρχεται από τα έγκατα της ανθρώπινης ουσίας και μεταφέρεται στον αναγνώστη περνώντας μάλλον μέσα από το αφτί του παρά μέσα από το μάτι του.
Καταθέτω αυτά τα ολίγα στο πλαίσιο ενός σύντομου αποχαιρετιστήριου σημειώματος στον Χριστόφορο Μηλιώνη. Ισως όμως και αυτά ήταν περιττά, εφόσον το έργο του θα τον εκπροσωπεί ευπρόσωπα μέσα στις σελίδες της λογοτεχνίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Επειδή όμως ο λογοτέχνης είναι συμπατριώτης και φίλος θέλω να παραθέσω και το εξής. Πριν από λίγα χρόνια σε μια τιμητική βραδιά για τον Χριστόφορο Μηλιώνη που διοργανώθηκε στην Παλαιά Βουλή πήρε τελευταίος τον λόγο και αναφέρθηκε στον γενέθλιο τόπο.
Μάλιστα τόνισε ότι τα κοτσύφια που βλέπει στους κήπους της αθηναϊκής γειτονιάς, του θυμίζουν τα κοτσύφια των παιδικών του χρόνων και με ποιητική άδεια ζήτησε υπερφυσική χάρη ώστε ένα από αυτά τα κοτσύφια να δώσει κάποτε στο χωριό του το μήνυμα για το τέλος του. Ετσι θυμάμαι ότι έκλεισε την ομιλία του με ραγισμένη φωνή και έναν λυγμό. Μας συγκίνησε βαθιά όλους. Προσερχόμενος στην κηδεία του και περνώντας μέσα από το παρκάκι του Α’ Νεκροταφείου ένα κοτσύφι χοροπηδούσε άφοβα μπροστά μου και σχεδόν με συνόδευε προς την είσοδο. Εμεινα εκστατικός. Οταν σε λίγο συνάντησα τον ποιητή Μιχάλη Γκανά του είπα: «Μιχάλη, στην είσοδο του νεκροταφείου ήρθε το κοτσύφι του Χριστόφορου, ο αγγελιαφόρος του!». Ευχόμαστε να έχεις καλή πλεύση στον Αχέροντα πάνω στο μονόξυλό σου.

Ο Βασίλης Γκουρογιάννης είναι συγγραφέας.

Χριστόφορος Μηλιώνης

Καλαμάς και Αχέροντας

Εκδ. Κέδρος 1985, σελ. 168