Κι όμως, υπήρχε μια εποχή κατά την οποία στην ελληνική δισκογραφία ευημερούσαν και οι αριθμοί και οι άνθρωποι, για να παραφράσουμε το ρηθέν υπό του Γεωργίου Παπανδρέου. Τα Greek statistics μάλιστα της μουσικής βιομηχανίας είναι ανθηρά από περίοδο σε περίοδο και αποτυπώνονται συνεχώς και αδιαλείπτως από το 1985 ώς σήμερα χάρη στον ερευνητή από επιλογή Πέτρο Δραγουμάνο. Ο –συνταξιούχος πλέον –μαθηματικός, αθόρυβος συλλέκτης ελληνικών δίσκων που κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συντηρεί ένα αρχείο που αριθμεί, κατά δήλωσή του, 43.987 δίσκους βινυλίου, 33 στροφών (στη συλλογή δεν υπάρχουν 45άρια), και CD. Οι 41.687 παράχθηκαν εδώ και οι περίπου 2.300 κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, κυρίως από ευρωπαϊκά ή αμερικανικά labels, «αλλά υπάρχουν και εκδόσεις δίσκων με ελληνικά τραγούδια, από εταιρείες σε Ισραήλ, Ιαπωνία, Κορέα, Βραζιλία, Χιλή, Καναδά, Αργεντινή, Νέα Ζηλανδία, Τουρκία, Αυστραλία. Οι εκδόσεις αυτές περιέχουν κυρίως ηχογραφήσεις που έγιναν στην Ελλάδα. Υπάρχουν όμως και δίσκοι που ηχογραφήθηκαν και κατασκευάστηκαν στο εξωτερικό, συνήθως από Ελληνες που ζουν εκεί» διαφωτίζει ο Πέτρος Δραγουμάνος.
Προσφάτως κυκλοφόρησε επικαιροποιημένη η κιβωτός της ελληνικής δισκογραφίας σε δίσκο ακτίνας που έχει, χωρίς υπερβολή, τα πάντα σχετικά με την ελληνική δισκογραφική δημιουργία και παραγωγή και τους συνολικά 17.980 τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργούς και συγκροτήματα. Για να έχετε μια ρεαλιστική αποτύπωση του μεγέθους του αρχείου, φέρτε στο μυαλό σας ένα διαμέρισμα περίπου 100 τ.μ. γεμάτο με δίσκους. Η δισκοθήκη-αρχείο του Δραγουμάνου αριθμεί 25.000 δίσκους. Ωστόσο, το ψηφιακό αρχείο των –παρά τρεις –44.000 δίσκων αποτελείται από 130.000 τραγούδια με πλήρη στοιχεία (στιχουργός, συνθέτης, ερμηνευτής, πρώτη εκτέλεση και επανεκτελέσεις), ενώ υπάρχουν και τα εξώφυλλα των δίσκων αυτών.
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ. Η ερευνητική δουλειά-μελέτη του Δραγουμάνου είναι φιλική στον χρήστη με αρκετές παραμετροποιήσεις. Δηλαδή ο ενδιαφερόμενος «μπορεί να δει πόσοι δίσκοι κυκλοφόρησαν ανά έτος, από το 1950 έως το τέλος του 2016, ή πόσους δίσκους κυκλοφόρησε μια εταιρεία ετησίως ή συνολικά ή ανά label», ενημερώνει ο Πέτρος Δραγουμάνος. Για παράδειγμα –εξηγεί ο συλλέκτης -, η δισκογραφική Minos είχε τα labels Minos, Margot και Standart που αντιστοιχούσαν και σε διαφορετική τιμή πώλησης. Στα ψηφιακά δεδομένα της «Ελληνικής δισκογραφίας: 1950-2016» ο χρήστης θα μπορεί να εντοπίσει ακόμη και σπάνιους δίσκους, οι οποίοι «ήταν οι εμπορικές αποτυχίες του παρελθόντος», αποσαφηνίζει ο Δραγουμάνος και εξηγεί: «Σε περασμένες δεκαετίες κυκλοφορούσαν δίσκοι οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους ο καθένας δεν έκαναν τις αναμενόμενες πωλήσεις. Ο,τι έμενε απούλητο αποθηκευόταν και κατόπιν πήγαινε σε ανακύκλωση. Αυτομάτως ό,τι αντίτυπο είχε πουληθεί ήταν και σπάνιο».
Στην κιβωτό της ελληνικής δισκογραφίας συμπεριλαμβάνονται και τραγουδιστές που έβγαλαν μόνο έναν δίσκο. «Μιλάμε για ανθρώπους που ηχογράφησαν σε μεγάλη ηλικία, άνω των 45 ετών, παρακινούμενοι από συγγενείς και φίλους αλλά και επιτήδειους, διότι τους φούσκωναν τα μυαλά λέγοντας “ούτε ο Καζαντζίδης δεν έχει τέτοια φωνή”. Εκείνοι λοιπόν πλήρωσαν τον δίσκο από την τσέπη τους. Πούλησαν διαμερίσματα ή χωράφια στο χωριό». Από τις περιπτώσεις σπάνιων δίσκων ήταν το άλμπουμ «Τα κίτρινα ρολόγια» του 1972 του Βαγγέλη Πιτσιλαδή, δίσκος του νέου κύματος στο οποίο τραγουδούσαν οι Μιχάλης Βιολάρης, Ρένα Κουμιώτη, Δημήτρης Ζευγάς, Γιάννης Πετρόπουλος, ο οποίος δεν «περπάτησε» εκείνη την εποχή επειδή θεωρήθηκε ποιοτικός, θυμάται ο Δραγουμάνος. Τη δεκαετία του ’90 επανεκδόθηκε σε δίσκο ακτίνας, πούλησε 150 κομμάτια –αποτυχία, σύμφωνα με τα μέτρα και σταθμά που επικρατούσαν τότε. «Σήμερα όμως τέτοιος αριθμός πωλήσεων θεωρείται επιτυχία» επισημαίνει ο συλλέκτης δίσκων, δίνοντας παράλληλα το στίγμα της εποχής: «Οι δίσκοι από το 2010 και έπειτα έχουν έτσι κι αλλιώς μια σπανιότητα διότι κυκλοφορούν σε περίπου 300 αντίτυπα».
Για να έχετε μια αίσθηση των μεγεθών ανά εποχή, σημειώστε πως η ετήσια παραγωγή των ελληνικών δίσκων ήταν αυξανόμενη μέχρι το 2008. Τότε ήλθε η οικονομική κρίση και ο αριθμός των δίσκων που κυκλοφορούν κατ’ έτος άρχισε να μειώνεται. Τη δεκαετία του 1980 κυκλοφόρησαν 5.314 δίσκοι. Περίπου 531 δίσκοι τον χρόνο. Στην εποχή που διανύουμε οι αριθμοί έχουν μειωθεί πάρα πολύ.
Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ. Ο Πέτρος Δραγουμάνος άρχισε να αγοράζει δίσκους καταρχήν ως λάτρης και ακροατής της μουσικής. «Δεν αγόραζα για να έχω, ούτε έγινα ποτέ συλλέκτης. Εγινα συλλέκτης πληροφοριών, αυτό με ενδιέφερε» λέει. Αρχισε την καταγραφή της ελληνικής δισκογραφίας κατευθείαν σε μια βάση δεδομένων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή το 1985. Την ιδέα την είχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, με ερέθισμα που του έδωσαν αμερικανικά βιβλία με δισκογραφικούς καταλόγους. Οταν τη δεκαετία του ’80 απέκτησε ηλεκτρονικό υπολογιστή κάνοντας εξάσκηση στο αντικείμενο των σπουδών του (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εκτός από μαθηματικά), «άρχισα να παίζω με βάσεις δεδομένων και με την ελληνική δισκογραφία, κυρίως για εκμάθηση».
Από την πλούσια βάση δεδομένων μπορεί κάποιος να αντλήσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Το τραγούδι, για παράδειγμα, με τις περισσότερες επανεκτελέσεις είναι το «Ζητάτε να σας πω» του Αττίκ, του 1930. Στην πρώτη εκτέλεση το ερμήνευσε ο Γιώργος Πέτρου. Στη συνέχεια το τραγούδησαν οι Δανάη, Ελίζα Μαρέλι, Μαίρη Κοζάκου, Νινή Ζαχά. Από την ερμηνεία της Ζαχά, το ’69 κι έπειτα, το τραγούδι ξεχάστηκε. Το ’87 πια το επανασυστήνει η Αρλέτα και γνωρίζει νέα απογείωση. Το ερμηνεύουν οι Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Χάρις Αλεξίου, Νένα Βενετσάνου, Νίκος Κουρουπάκης, Σταμάτης Μεσημέρης, Γιώργος Πέτρου (ο τενόρος συνονόματος του πρώτου ερμηνευτή), Ανδριάνα Μπάμπαλη, Μανώλης Φάμελλος, Τάνια Τσανακλίδου, Vassilikos, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Στέλλα Γκρέκα, Μικαέλα, Γιώργης Χριστοδούλου, Ράνια Κυριαζή, Μαρία Ρίζου. «Σημειώστε ότι οι δέκα από τις συνολικά 21 επανεκτελέσεις έγιναν από το 2000 και έπειτα διότι τότε», εξηγεί ο Πέτρος Δραγουμάνος, «άρχισε να γίνεται της μόδας και πάλι το παλιό ελαφρό τραγούδι, όπως αναλόγως επανήλθε στη μόδα και το swing».
Πολλές επανεκτελέσεις έκαναν κομμάτια των Μανώλη Χιώτη, Μιχάλη Σουγιούλ, Γιώργου Μουζάκη, που είχαν φτιάξει γρήγορα, χαρούμενα τραγούδια, τα αρχοντορεμπέτικα, όπως τα έλεγαν κάποτε –σύμφωνα με τον Πέτρο Δραγουμάνο -, τα οποία με πειραγμένες ενορχηστρώσεις θύμιζαν swing.