Με βάση τον ιστορικό υλισμό, τη μαρξιστική θεωρία διαλεκτικής ανάλυσης της εξέλιξης των κοινωνιών, η οικονομική κατάσταση ενός λαού καθορίζει (σε ελεύθερη μετάφραση) το κοινωνικό και πολιτικό εποικοδόμημα. Το μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η αριστερή ανάλυση των πραγμάτων δεν κάνει εξαιρέσεις «ούτε και για τα δικά μας» παιδιά. Με λίγα ή πολλά μπόσικα, κινούμενο ευθύγραμμα ή αμφίδρομα, το αόρατο νήμα που συνδέει οικονομία, κοινωνία και πολιτική φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ρόλο του και επί των ημερών της σημερινής συγκυβέρνησης.
Η οικονομία, ύστερα από 7 χρόνια Μνημονίου, μόλις τώρα φαίνεται να πιάνει πάτο. Το 2016 θα κλείσει με ύφεση οριακά κάτω από το μηδέν. Με άλλα λόγια, τώρα εκτιμάται ότι σταταμά ο κατήφορος που ξεκίνησε το 2008 και απέκτησε εκρηκτικούς ρυθμούς στα πρώτα χρόνια του Μνημονίου. Βεβαίως, υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες ότι το 2017 η οικονομία θα επιστρέψει στην ανάπτυξη, αλλά είναι αμφίβολες η ένταση και η διάρκειά της. Η δεύτερη αξιολόγηση έχει βαλτώσει στις απαιτήσεις των δανειστών για νέα μέτρα λιτότητας από το 2018 με περικοπές στο αφορολόγητο και στις συντάξεις. Οσο αυτή δεν κλείνει τόσο απομακρύνεται η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι. Η τελευταία υποτίθεται ότι θα άνοιγε την πόρτα των αγορών, θα έδινε σήμα για επενδύσεις από το εξωτερικό και θα συνέβαλλε σε ρυθμό ανάπτυξης φέτος κοντά στο 2,7%, στον οποίο βασίζει τις προβλέψεις του (άρα και την επιτυχία του) το τρίτο Μνημόνιο. Ακόμη χειρότερη αποκαλύπτεται η πραγματικότητα αν προσμετρηθεί (αρνητικά) στο ΑΕΠ η ισόποση μείωση της κατανάλωσης που θα είχε προκληθεί αν είχαν εξοφληθεί κανονικά τα 90 και πλέον δισ. ευρώ των απλήρωτων οφειλών των φορολογουμένων προς το κράτος.
Στην κοινωνία, η απογοήτευση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Στα παλαιά βάρη προστίθενται από φέτος νέοι φόροι στην κατανάλωση και στο εισόδημα καθώς και εισφορές στα τυφλά για τους επαγγελματίες. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και αν η οικονομία κινηθεί σε τροχιά ανάπτυξης, ο δείκτης κοινωνικής αγανάκτησης θα εξακολουθήσει να τραβά την ανηφόρα. Τα οφέλη από την ανάπτυξη μπορεί να βελτιώσουν ορισμένους δείκτες, όχι όμως το επίπεδο διαβίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Μια επιπλέον σταγόνα νέων φόρων μπορεί να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Στην πολιτική όλα είναι ανοικτά και αβέβαια. Η κυβέρνηση, υπό το βάρος της κατάστασης σε οικονομία και κοινωνία, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Ξορκίζει τις εκλογές αλλά ασκεί πολιτική με το μυαλό στις κάλπες. Αφήνει να διαρρεύσει ότι εξετάζει τη μείωση του αφορολόγητου ποσού για να μετρήσει αντιδράσεις: τον βαθμό θετικής ανταπόκρισης των δανειστών από ενδεχόμενη υποχώρησή της στο μέτωπο αυτό, τη στάθμη ανοχής της κοινωνίας αλλά και τις αντοχές της Κοινοβουλευτικής της Ομάδας. Και είναι έτοιμη να κάνει πίσω αν διαπιστώσει ότι το έργο δεν της βγαίνει. Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλώνει αφοσιωμένη στις δεσμεύσεις της, αλλά προαναγγέλλει το πάγωμα συμφωνημένων με τους δανειστές ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ενέργειας.
Η αβεβαιότητα υπήρχε και τους προηγούμενους μήνες, αλλά τώρα έχει περάσει σε νέα διαβάθμιση. Είναι πλέον μη διαχειρίσιμη, όπως σχολίαζε αξιόπιστος παράγοντας της οικονομίας.