Κατά τη διάρκεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας –όπως επιστημονικά καλείται η Μεταπολίτευση –παρήλασαν από τα έδρανα του Κοινοβουλίου μας χιλιάδες εκλεγμένοι αντιπρόσωποι «του λαού και του έθνους». Εναλλάχθηκαν στα υπουργικά γραφεία εκατοντάδες στελέχη τής εκάστοτε κυβερνώσας παράταξης.
Πόσοι άφησαν το ίχνος τους στη ζωή του τόπου; Πόσοι αξιώθηκαν κάποια υστεροφημία, πόσων τα ονόματα θυμόμαστε μία ή δύο δεκαετίες αφότου αφυπηρέτησαν; Ελαχίστων. Μετρημένων στα δάχτυλα. Και δικαίως.
Το πολιτικό προσωπικό αποτελείται στη μεγάλη του πλειονότητα, διαχρονικά και διεθνώς, από ανθρώπους που πρώτιστο μέλημά τους έχουν την εκλογή και την επανεκλογή τους. Οι οποίοι μπαίνουν στα κοινά από τα πρώτα νιάτα τους ως φοιτητοπατέρες, εργατοπατέρες είτε απλώς ως γόνοι ενός τζακιού, συνδέουν την καριέρα τους με ένα ή με περισσότερα κόμματα, συλλέγουν ψήφους κοκορομαχώντας σε αίθουσες συνεδριάσεων και σε τηλεοπτικά πλατό –κυρίως κάνοντας ρουσφέτια -, εξυπηρετούν παντοειδή συμφέροντα, στραγγίζουν το μερίδιο εξουσίας που τους αναλογεί, ρυτιδιάζουν, κακοφορμίζουν και περνούν στη λήθη.
Στον Αναστάση Πεπονή για το ΑΣΕΠ. Στον Γιώργο Γεννηματά για το ΕΣΥ και για τον συνδυασμό συναινετικού προφίλ και ευρύτατης λαϊκής αποδοχής. Στον Αντώνη Τρίτση για την οραματική ιδιοσυγκρασία του. Στη Μελίνα Μερκούρη για τη μοναδική της λάμψη. Πιθανότατα
και στον αδικοχαμένο Γιάννο Κρανιδιώτη. Στον Παναγή Παπαληγούρα για την απαστράπτουσα ευφυΐα, τη
μόρφωση και την ταπεινότητά του. Στον Αθανάσιο Κανελλόπουλο για το πνευματικό του διαμέτρημα. Στον Ευάγγελο Αβέρωφ για τη μυθιστορηματική του προσωπικότητα, την καίρια συμβολή του στο ξήλωμα της χούντας και την έμπρακτη αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Υπάρχει εντούτοις και μια άλλη κατηγορία πολιτικών. Εκείνοι που μένουν στη μνήμη μας όχι χάρη στην προσφορά τους αλλά εξαιτίας των ευτράπελων λόγων και έργων τους.
Ο λαϊκός δανδής Γιώργος Κατσιφάρας στάθηκε η ελαφρότερη τέτοια περίπτωση. Η αλησμόνητη φράση του «χωρίς τον Ανδρέα δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας» μπορεί να είχε κάτι το έντονα επιθεωρησιακό, δεν απείχε εντούτοις πόρρω της αληθείας. Τι να πει κανείς για τον άλλον –ο οποίος περνιόταν και για δημογέρων της δημοκρατικής παράταξης –και αφού ανακήρυξε τα σκυλάδικα «πολιτιστικά κέντρα», φωτογραφίστηκε με ένα σουτιέν θαυμάστριάς του στο κεφάλι; Για τον υπουργό Εργασίας που τη δεκαετία του 1970 κατήργησε την πάλη των τάξεων; Για τον βουλευτή ο οποίος άρπαξε την κάλπη κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και την κουβάλησε έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων;
Το να περάσεις στην Ιστορία σαν ανέκδοτο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του. Προϋποθέτει υπέρβαση της αίσθησης του γελοίου ώστε να κλαψουρίζεις μεν, να ψηφίζεις δε τα Μνημόνια ή να δηλώνεις ότι ντρέπεσαι όσο τότε που είχες κατουρηθεί επάνω σου στο Δημοτικό.
Χρειάζεται απόλυτη έλλειψη αυτογνωσίας το να ομνύεις στην «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» –«κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει» –όταν ο μόνος στίχος του Κώστα Βάρναλη που σε χαρακτηρίζει είναι το «φρόνιμα και τακτικά πάω με εκείνον που νικά».
Σημαίνει παραλήρημα μεγαλείου το να φουσκώνεις σαν τον διάνο μέσα σε στρατιωτικές στολές ή να απευθύνεσαι κάθε τόσο οργίλος στη Δικαιοσύνη για να σε προστατεύσει από δημοσιογράφους και σκιτσογράφους, όταν εσύ ο ίδιος έχεις καταδικαστεί επανειλημμένως για συκοφαντική δυσφήμηση. (Ο μέγας Φωκίων Δημητριάδης σχεδίαζε –ειρήσθω εν παρόδω –μονίμως τον Κωνσταντίνο Τσάτσο συνοδευόμενο από μια κότα, ως υπενθύμιση της ατυχούς απόπειρας τού τελευταίου να λογοκρίνει τους «Ορνιθες» του Κουν. Ουδέποτε διανοήθηκε ο Τσάτσος να τον μηνύσει.)
Θέλει προσπάθεια και κάποιας λογής ταλέντο ακόμα και η αυτογελοιοποίηση. Τα ανέκδοτα ωστόσο έχουν ένα εγγενές μειονέκτημα: όσο ξεκαρδιστικά κι αν είναι όταν τα ακούς πρώτη φορά, τόσο γρήγορα μπαγιατεύουν.