Ηταν πριν από είκοσι χρόνια παρά κάτι μήνες. Το 1997 η προεκλογική εκστρατεία του Τόνι Μπλερ είχε ως «ύμνο» το βρετανικό ποπ τραγουδάκι «Things can only get better» –ελληνιστί, «Ολα μπορούν να γίνουν μόνο καλύτερα». Δύο δεκαετίες αργότερα ο Μπλερ έχει ασπρίσει και προσπαθεί να ανατοποθετηθεί πολιτικά στη Βρετανία του Brexit. Θα μπορούσε να είναι ένα θρίλερ πολιτικής φαντασίας αλλά, όπως πάντα, το Χόλιγουντ κερδίζει. Από τους καβγάδες live με τους δημοσιογράφους ώς τις σχέσεις του με τη Ρωσία –για να μην αναφερθεί κανείς στον γαμπρό – σύμβουλο που θα εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο ή τη φραουλί φράντζα -, ο Ντόναλντ Τραμπ δίνει άλλο νόημα στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ή μάλλον τείνει να την παραχαράξει. Ξαφνικά, όλα όσα έχουμε ζήσει με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τοποθετούνται σε διεθνή συμφραζόμενα και αποκτούν νόημα.
Ο κόσμος είναι ένα άσχημο –ίσως και πολύ άσχημο –μέρος. Η πολιτική έχει εκφυλιστεί σε τερατογένεση. Και η διάκριση Αριστερά – Δεξιά έχει καταφανώς εξαρθρωθεί. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν επικαλείται μια αλλόκοτη διάκριση μεταξύ εθνικών και μετα-εθνικών πολιτών. Οι δεύτεροι είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης –με το υπονοούμενο ότι ευνοούνται από αυτήν. Οι πρώτοι μπορεί να είναι δεξιοί ή αριστεροί –το κοινό τους στοιχείο είναι η διάθεση να βγάλουν τη Γαλλία από την ευρωζώνη. Στο Μεταναστευτικό η Λεπέν είναι πιο προσεκτική: το θέμα παίζει από μόνο του στη Γαλλία, πολιτικά διαπιστευτήρια δεν της χρειάζονται και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει λόγο να πει από τώρα τι θα κάνει μετά. Μια ματιά στο περιοδικό «Paris Match», καθρέφτη κομμωτηρίου της γαλλικής κουλτούρας της στιγμής, βρίσκει πέντε ή έξι μεγάλα θέματα συναφή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την τρομοκρατία. Είναι προφανές ότι το γαλλικό πολιτικό υποσυνείδητο έχει διαταραχθεί.
Το ερώτημα είναι: πού πάμε από εδώ; Η απάντηση είναι: όχι μακριά. Η Αμερική θυμίζει ήδη τα χειρότερα της εποχής Νίξον, μόνο που αυτά έχουν ήδη ξεσπάσει πριν καν ο Τραμπ αναλάβει. Ο πρόεδρος είναι σε κόντρα με το προοδευτικό κατεστημένο των ΜΜΕ, αλλά –κι εδώ είναι το πιο κρίσιμο –και με το πιο σκληρό κομμάτι του θεσμικού συστήματος: τις μυστικές υπηρεσίες. Ο καβγάς αφορά τη Ρωσία και την εμπλοκή της, μέσω χάκινγκ, στις αμερικανικές εκλογές. Το ενδιαφέρον είναι ότι και στη φάση του Γουότεργκεϊτ, ο Λευκός Οίκος του Νίξον φαινόταν να είναι σε σύγκρουση με την εφημερίδα «Washington Post» –ωστόσο, η πραγματική πρόσκρουση ήταν με το σύστημα ασφαλείας των ΗΠΑ. Αυτό έγινε γνωστό πολλά χρόνια αργότερα. Οταν αποκαλύφθηκε ότι ο επικεφαλής της CIA, γνωστός και ως ο «άνθρωπος που κρατούσε τα μυστικά», Τζέσε Χελμς, αρνήθηκε στους ανθρώπους του τότε προέδρου να πάρει η «Κόμπανι» την ευθύνη για τη διάρρηξη των «υδραυλικών» στα γραφεία των Δημοκρατικών ώστε αυτή να χαθεί στα σκοτάδια του εθνικώς απορρήτου. Αλλά, βέβαια, το πιο σημαντικό είναι ότι το περίφημο «βαθύ λαρύγγι», ο καπνιστής με την γκαμπαρντίνα που συναντούσε ο Μπομπ Γούντγουορντ στο γκαράζ, ήταν τελικά το νούμερο δύο του FBI, ο Μαρκ Φελτ. Τον Νίξον «έδωσαν» οι «φύλακες» –προφανώς γιατί είχαν πίστη στους θεσμούς και όχι στον εκάστοτε πρόεδρο.
Αυτό είναι και το διά ταύτα: όταν στις δημοκρατίες οι ασθενείς αναλαμβάνουν τη διοίκηση της ψυχιατρικής κλινικής, οι θεσμοί ζορίζονται. Και από την αντοχή τους εξαρτώνται πολλά. Ηδη στη Βρετανία γίνεται μύλος μεταξύ της ελίτ της ανεξάρτητης δημόσιας διοίκησης, των μανδαρίνων του Γουάιτχολ με τα γκρίζα κοστούμια που θεωρούν το Brexit καθαρή αυτοκτονία, της Δικαιοσύνης, του Κοινοβουλίου που θέλει ρόλο και της διχασμένης κυβέρνησης της Τερίζα Μέι. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και στην Ελλάδα. Στο πεδίο της Δικαιοσύνης και των ελεγκτικών Αρχών θα κριθούν πολλά –όχι τόσο το ποιος θα μείνει στην εξουσία, αφού οι εκλογές είναι σε μια δημοκρατία αναπόφευκτες, αλλά το αν η χώρα θα παραμείνει σε ομαλή τροχιά.