Απορώ με όσους απορούν. Εκπλήσσομαι με όσους εκπλήσσονται. Ανησυχώ για όσους αποφάσισαν να ανησυχήσουν.

Διότι η μέθοδος των κυβερνητικών συνεταίρων να διώκουν, να στοχοποιούν και να εκφοβίζουν δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης δεν είναι καινούργια.

Είναι γνωστή και δοκιμασμένη.

Χρόνια κάνουν την ίδια δουλειά. Τη μετέτρεψαν σε πολιτική. Εχτισαν πάνω της ολόκληρη καριέρα.

Και μάλιστα επιτυχημένη καριέρα, αν δεχτώ ότι ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας υιοθέτησε ασμένως την παράνοια ότι οι δημοσιογράφοι είναι «αλήτες, ρουφιάνοι» ή την ανοησία ότι οι τράπεζες πλήρωναν τις εφημερίδες για να γλείφουν το «σύστημα».

Με άλλα λόγια, κατάφεραν να ενοχοποιήσουν την ελευθερία και να αγκιστρώσουν την κριτική στη σκοπιμότητα. Σπρώχνοντας, βρίζοντας, κατηγορώντας. Μαγκιά τους!

Το πρόβλημα όμως δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Καμμένος. Αυτοί ήταν, αυτοί είναι και αυτοί θα είναι.

Το πρόβλημα είναι όσοι τους πίστεψαν, τους ανέχτηκαν και τους επιβράβευσαν. Τους βγήκε επειδή τους άφησαν.

Τώρα βέβαια αρχίζουν να ανοίγουν τα στόματα. Να αντιδρούν στην αθλιότητα.

Τώρα βλέπω ότι βρήκαν τη φωνή τους τα κόμματα και οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί αρχηγοί και οι πρωθυπουργοί και οι συνδικαλιστικές ενώσεις και οι πνευματικοί άνθρωποι.

Μπράβο στα στόματα. Αλλά πολύ άργησαν. Διότι έως τώρα τα ίδια στόματα ήταν ερμητικά κλειστά και πήγαιναν τοίχο τοίχο μη φάνε καμιά αδέσποτη.

Είτε επειδή άργησαν να καταλάβουν είτε επειδή ήλπιζαν ότι τη σφαίρα θα τη φάει ο διπλανός.

«Ασε τώρα, πού να μπλέκουμε!» ήταν η κουτοπόνηρη σκέψη πολλών. Οταν δεν κρύβονταν κατ’ επίφαση πίσω από το κατηγορητήριο. «Ε, το παρατράβηξαν κι αυτοί!».

Κι έτσι τα στόματα σφύριζαν αδιάφορα.

Λες κι ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα αποφάσισε να τα βάλει με τον Τύπο. Λες κι ο Καμμένος τώρα ξεκίνησε τις μηνύσεις και τις αγωγές. Λες και πρώτη φορά πήραν χαμπάρι τις απειλές, τις διώξεις, τις πιέσεις.

Λες, ας πούμε, και το πρόβλημα δεν είναι ο ανίερος πόλεμος ενός κυβερνητικού συνεταιρισμού εναντίον όποιων δεν είναι μαζί του. Αλλά αν θα κλείσει το δικό τους κανάλι ή η δική τους εφημερίδα.

Ο καθένας νόμιζε ότι «θα τα βρει» για πάρτη του. Κι έτσι έχασαν όλοι μαζί.

Παράξενα στόματα. Στόματα χωρίς αφτιά και χωρίς μάτια. Στόματα χωρίς μυαλό.

Που δεν είχαν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει ελευθερία α λα καρτ ή υπό προϋποθέσεις.

Αλλά ούτε τη στοιχειώδη προνοητικότητα να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι διώκτες ή διωκόμενοι. Το ρεπερτόριο είναι ποικίλο και εναλλασσόμενο.

Και γι’ αυτό όταν ανέβει το έργο, κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει τον ανήξερο στην πλατεία.